Διαβάζοντας την αυτοβιογραφία του Bruce Springsteen, «Born To Run»

 
REVIEWS

Ένα χορταστικό βιβλίο...

Του Τάσσου Παπαϊωάννου

Όποιος έχει παρακολουθήσει έστω μία φορά στη ζωή του συναυλία του Springsteen, γνωρίζει πολύ καλά το συναίσθημα που κυριαρχεί μετά το πέρας του συνήθως 3ωρου ή 4ωρου σόου του: Χαρμολύπη. Χαρά για τη σχεδόν υπερβατική εμπειρία που μόλις έχει βιώσει και λύπη, γιατί όσες ώρες και αν τον έχεις παρακολουθήσει να παίζει, δυστυχώς δε θα είναι ποτέ αρκετές.

Επτά χρόνια λοιπόν μετά από την 1η κυκλοφορία της βιογραφίας του Bruce Springsteen, Born To Run, έχουμε την κυκλοφορία της και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Key Books, σε μία εξαιρετική (δε θα μπορούσε να μην είναι) μετάφραση του Αλέξη Καλοφωλιά, και ακριβώς όπως συμβαίνει και στα show του, μπορεί να είναι χορταστική, μπορεί να ισοδυναμεί με 4ωρο show του προσφέροντας όλη τη γκάμα συναισθημάτων, αλλά και πάλι οι 600 σελίδες της δεν είναι αρκετές.

Το Born To Run είναι γραμμένο από το χέρι του Springsteen, είναι απολαυστικό και δε θα μπορούσε να μην είναι καθώς έχει γραφτεί από έναν άνθρωπο, γεννημένο παραμυθά, που έχει αποδείξει εδώ και τουλάχιστον 60 χρόνια την ικανότητά του να γράφει και να σκαρώνει μέσω της τραγουδοποιίας του, ενδιαφέρουσες ιστορίες, να σκιαγραφεί ενδιαφέροντες, αναγνωρίσιμους χαρακτήρες και να αντιλαμβάνεται με τον πιο εύστοχο τρόπο τη διαφορά ανάμεσα στο αμερικανικό όνειρο και την αμερικανική πραγματικότητα.

Και αποκτά και μία ιδιαίτερη «βαρύτητα» αποφεύγοντας το κλισέ που πολλές φορές ακολουθούν στις βιογραφίες τους άλλοι, αντιστοίχου βεληνεκούς Stars.

Από τo τρίπτυχο Sex, Drugs & Rock’N’Roll κρατήστε λοιπόν μόνο το Rock’n’Roll, αντικαταστήστε το sex με τη λέξη «δουλειά» και τα drugs με την «πολιτική» και θα έχετε το κατά Springsteen τρίπτυχο: Rock N Roll-δουλειά-πολιτική. Πολιτική είπατε; «Η αξιοπρεπής διαβίωση δεν είναι μια υπερβολική αξίωση. Το πως θα προχωρήσεις από κει και πέρα είναι στο χέρι σου, αλλά τουλάχιστον αυτό θα πρέπει να είναι αναφαίρετο δικαίωμα». Σας θυμίζει κάτι; Επίσης μόνο τυχαίο δεν είναι ότι η λέξη «δουλειά» είναι η λέξη που θα συναντήσουμε πιο συχνά ολοκληρώνοντας την ανάγνωση της βιογραφίας του.

Βέβαια δεν απουσιάζει το sex, αλλά με το προφίλ του τζέντλεμαν που έχει και πιστός στη θεωρία του και την αντίληψη του για τη ζωή, δεν επιτρέπει στον αναγνώστη να αναλάβει ρόλο παρατηρητή μέσα από κλειδαρότρυπα. Απεναντίας δεν έχει κανένα πρόβλημα να κάνει την αυτοκριτική του γράφοντας με ιδιαίτερη ευκολία για την αδυναμία του να κρατήσει τις σχέσεις του.

Kαι ακριβώς αυτή, η συγκεκριμένη υφή, είναι αυτή που επιλέγει για την αφήγησή του ο Springsteen. Αποκαλύψεις, εσωτερικά βαθιές, με τον ψυχισμό του εντελώς εκτεθειμένο, δίνει μία συνέχεια στην τριακονταετή ψυχοθεραπεία του, μόνο που στη θέση του ψυχοθεραπευτή είναι ο αναγνώστης του, έχοντάς του προσφέρει άπειρες λεπτομέρειες, αποτρέποντάς παράλληλα τη δυνατότητα να δει κάποιος τη ζωή του σαν αναγνώστης κίτρινης φυλλάδας ή θεατής κουτσομπολίστικης εκπομπής.
Επίσης ένας ακόμα ρόλος που δίνει ο Springsteen στον αναγνώστη είναι και αυτός του κριτή, ενώ ο ίδιος διαλέγει το ρόλο του εξεταζόμενου, γνωρίζοντας πως η πλάστιγγα δε γέρνει πάντα υπέρ του.
Και σίγουρα πολλοί και πολλές, τελειώνοντας τη βιογραφία του δε θα μπορούσαν να αποφασίσουν τόσο εύκολα αν θα ήθελαν να τον έχουν φίλο ή σύζυγο, έναν άνθρωπο με τόσες πολλές ιδιοτροπίες και ιδιαιτερότητες.

Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε τρία μέρη, Μεγαλώνοντας (Growin’ Up), Born To Run και Ζωντανή Απόδειξη (Living Proof) και 79 κεφάλαια, σφιχτά γραμμένα που τρέχουν γρήγορα, κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Φυσικά το μεγαλύτερο μέρος αφορά τη γνωριμία μας με τις γενεαλογικές ρίζες και στη συνέχεια με τον νεαρό Springsteen, πριν γίνει ο Springsteen που όλοι λίγο-πολύ γνωρίζουμε.
Παιδί Ιταλο-Ιρλανδών προσφύγων, γεννημένος και μεγαλωμένος στο αυστηρά καθολικό Freehold του New Jersey, θα περιγράψει άλλες φορές με γλαφυρό και με άλλες με λεπτό, χιουμοριστικό τρόπο το μωσαϊκό της Βαβέλ με το οποίο είναι στρωμένο το Νew Jersey τις δεκαετίες του 50 και του 60. Εργατική τάξη, φτώχεια, ανεργία, όνειρα, χαμένα όνειρα, χαμένες ζωές... συνήθως.

Και πριν εμβαθύνει στις σχέσεις του με τους γονείς του (με τον πατέρα του να κρατά τον πρώτο λόγο και ρόλο) μας αποκαλύπτει και το πρώτο του «ψυχολογικό καλούπωμα»: με τί υλικά θα ήταν φτιαγμένος ο απόλυτος παράδεισος ενός παιδιού; Με τα υλικά της απόλυτης ελευθερίας και ασυδοσίας, υλικά που ο Springsteen τα κατέχει από την τρυφερή ηλικία των 6 ετών. Έχει λοιπόν νωρίς την τύχη-ατυχία να ζήσει σε αυτόν τον ηλικιακό παράδεισο που θα διαμορφώσει τη μετέπειτα ενήλικη ζωή του. Η γιαγιά του, έχοντας χάσει την πεντάχρονη κόρη της σε ατύχημα, θα βρει στο πρόσωπο του Bruce τη λύτρωση για την απώλεια, προσφέροντάς του αυτά τα δύο πολύτιμα υλικά.

Φυσικά και ο εξάχρονος θα το εκμεταλλευτεί στο έπακρο και φυσικά κάθε προσπάθεια γονικής νουθεσίας θα πέσει στο κενό.
Η συνέχεια γνωστή και κοινή, όπως σε κάθε γωνία του πλανήτη εκείνης της εποχής: αγώνας για επιβίωση, άλλες φορές εργασιακή και κοινωνική ηθική, άλλες εργασιακή και κοινωνική ανηθικότητα, άνθρωποι από τη μία πλευρά που είναι πρόθυμοι για τα πάντα ώστε να κατακτήσουν με κάθε τρόπο και κόστος το αμερικανικό όνειρο και από την άλλη πλευρά αυτοί που αγωνίζονται με επιμονή και θυσίες για την πραγματοποίηση των ιδανικών τους, αυτοί δηλαδή που δύσκολα συμβιβάζονται.

Και αυτή ακριβώς είναι η πλευρά που θα ταυτιστεί και θα ακολουθήσει ευλαβικά ο Springsteen, καθώς αυτές ήταν και οι αρχές που κυριαρχούσαν στην οικογένεια και το περιβάλλον του. Κύριος εκφραστής η μητέρα του, είναι αυτή που θα σταθεί δίπλα του και θα εκπληρώσει με τις πενιχρές οικονομίες της, τις παιδικές και μετέπειτα εφηβικές μουσικές επιθυμίες του γιου της.

Tο show του Ed Sullivan θα είναι η μουσική κολυμπήθρα στην οποία ο νεαρός Springsteen θα βουτήξει, όχι μια, αλλά δύο φορές, την πρώτη με τον Elvis, τη δεύτερη με τους Beatles, υπογράφοντας οριστικά, και άρρηκτα το πρώτο ανεπίσημο «συμβόλαιο» με το επαγγελματικό «θέλω» του.

H σχέση με τον πατέρα του παραμένει προβληματική, ενώ η σχέση με τη μητέρα του παραμένει το αντίβαρο χωρίς να λύνει το πρόβλημα μιας και σε αυτή την περίοδο της ζωή του δεν έχει ακόμα «οριοθετηθεί» και «αξιολογηθεί» το πρόβλημα ψυχικής υγείας του πατέρα του.

Ακολουθεί η αναχώρηση των γονιών του για τη γη της επαγγελίας, την Καλιφόρνια, αφήνοντας τον δεκαεννιάχρονο Springsteen, ελεύθερο, μόνο, ανεξάρτητο και απένταρο να βρει τη δική του μουσική γη της επαγγελίας.

H συνέχεια περιλαμβάνει τους Castilles, τους Steel Miles και άπειρες προσπάθειες για την πολυπόθητη αναγνώριση, συνήθως αποτυχημένες. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία, που ο Springsteen φροντίζει να την περιγράψει και αυτή τον ιδιαίτερο τρόπο, φροντίζοντας να παραμείνει ταπεινός, σεβόμενος τις καταβολές που τον είχαν διαμορφώσει.

Φυσικά και αναγνωρίζει το ταλέντο του, αναγνωρίζει το ναρκισσισμό του, δεν επαναπαύεται όμως μόνο σε αυτά, αλλά φροντίζει να τα καλλιεργήσει δουλεύοντας σε σημείο υστερίας. Θα παίξει σε κάθε απίθανο χώρο: φυλακές, νοσοκομεία, φρενοκομεία, εκθέσεις αυτοκινήτων, εγκαίνια, σχολεία, πανεπιστήμια, φαστ φουντ και όποιο άλλο χώρο μπορείτε να φανταστείτε.

Θα αλλάξει άπειρους μουσικούς συντρόφους, θα φάει τα μούτρα του στη γης της επαγγελίας για κάθε μουσικό τη δεκαετία του 70, την Καλιφόρνια και συγκεκριμένα το San Francisco και όχι μόνο μια φορά.
Θα επιστρέψει στην ανατολική ακτή, θα πεινάσει, θα μείνει στο δρόμο, θα μείνει σε γκαράζ, σε παραλίες, σε εργοστάσια και παρόλα αυτά θα επιμείνει και δε θα τα παρατήσει, πιστός στο όραμά του που τελικά θα τον δικαιώσει.

Θα έρθει το πρώτο του συμβόλαιο με την Columbia, ακολουθούν οι δύο πρώτοι δίσκοι «The Wild, The Innocent & The E street Shuffle και το Greetings, From Asbury Park, το 1973 και φτάνουμε στο 1975 για την κυκλοφορία του εμβληματικού Born To Run με την E Street να έχει πια να δημιουργηθεί και να τον ακολουθεί στα δύσβατα μονοπάτια του, όχι πάντα από τον πιο εύκολο δρόμο.

Μέσα από τη ζωή του και τα τραγούδια του, παραμένει το πρότυπο του ελεύθερου ανθρώπου, που δεν υποτάσσεται σε κανενός είδους αναγκαιότητα, σε κανένα συμβιβασμό, αλλά προχωρεί στην επιτέλεση του καθήκοντος του όπως αυτός και μόνο αυτός τον αντιλαμβάνεται.
Με τη διάλυση των Steel Mills, έχει αντιληφθεί ότι θα πρέπει να είναι ο μοναδικός κυβερνήτης, ο οποίος θα είναι υποχρεωμένος να κυβερνά, θα αναλάβει την ευθύνη, όσο και αν δεν μπορεί ακόμα απόλυτα να αποδεχτεί και να εφαρμόσει τους νόμους που αυτός ο ίδιος θέτει. Στην πορεία βέβαια, όχι μόνο κατανοεί αυτή την αναγκαιότητα, αλλά και την ενσαρκώνει και την εκπροσωπεί, πιστός στη θεωρία του και την αντίληψη του για τη ζωή.

Θα δώσει δικαστικές μάχες που θα τον αφήσουν απένταρο προκειμένου να επαναδιαπραγματευθεί το ληστρικό πρώτο συμβόλαιο που είχε υπογράψει, αναλαμβάνοντας και το ρίσκο να έχει ο ίδιος τα πνευματικά δικαιώματα των τραγουδιών του και όχι η δισκογραφική εταιρεία, γεγονός σπάνιο για την εκείνη εποχή.

Θα ακολουθήσει το Darkness On The Edge Of Town το 1978, δίνοντας πλέον στους στίχους του, περισσότερες πολιτικές προεκτάσεις, αποκαλύπτοντας παράλληλα και την επιρροή που έχει τα λαϊκό αμερικάνικο τραγούδι στη μουσική του.

Στο The River, το 1980, ενήλικας πια, βολιδοσκοπεί την εσωτερική του ανάγκη για οικογένεια και πατρότητα, χωρίς να παραγκωνίζει την πολιτική άποψη για την τάξη του και τη χώρα του. Και στη συνέχεια, το 1982, έχει έρθει η ώρα για το Nebraska και για την επιστροφή του στην εσωστρέφεια. Ένας δίσκος φόρος τιμής στην οικογένεια του, στον Bob Dylan, στον Woody Guthrie και σε όλα όσα πρεσβεύουν αυτοί οι ογκόλιθοι της Αμερικανικής λαϊκής μουσικής.

Έχει έρθει όμως και η ώρα για να βουτήξει για πρώτη του φορά στο βαθύ, αχανές και αχαρτογράφητο ψυχικό του σύμπαν σε ένα road trip με τον κολλητό του στην ενδοχώρα, ερχόμενος αντιμέτωπος για πρώτη φορά με την ψυχολογική του κατάρρευση αλλά και τη γενετική κληρονομιά του πατέρα του. Με τη βοήθεια του αιώνια πιστού φίλου και παραγωγού Jon Landau, θα αναζητήσει και θα βρει επαγγελματική βοήθεια και όπως ο ίδιος περιγράφει, «ξεκίνησε μία από τις μεγαλύτερες περιπέτειες της ζωής μου, η οποία διήρκησε 30 χρόνια: η αναζήτηση στο ευαίσθητο έδαφος του μυαλού μου για σημάδια ζωής»

Η απόλυτη επαγγελματική και οικονομική του επιτυχία θα έρθει με το Born In The USA, τον έβδομο δίσκο του. Σκεφτείτε, έχει ήδη παραδώσει 6 αριστουργήματα και παραμένει άφραγκος. Και ακόμα και τότε, όταν οι λογαριασμοί του αρχίζουν να φουσκώνουν, παράλληλα με τους μύες του, τα στεγανά που έχει δημιουργήσει από την παιδική του ηλικία παραμένουν αυστηρά και αδυσώπητα. Ο αυτοδημιούργητος σούπερ σταρ που δεν ξέχασε ποτέ από που ήρθε…

Ο πρώτος του γάμος με τη Julianne Phillips θα επιταχύνει την ψυχολογική του κατάρρευση, ενώ oι περιοδείες και η σκηνή παραμένουν το μόνο ασφαλές μέρος για την αυτοθεραπεία του, το καθαρτήριό του, καθώς η μόνη ασφάλεια που νιώθει είναι η καλλιτεχνική του έκθεση στα μάτια του αχόρταγου κοινού.
Οι σχέσεις του, συνήθως, θα δεχτούν και τους περισσότερους κραδασμούς και όπως χαρακτηριστικά γράφει, «ήθελα να σκοτώσω αυτό που με αγαπούσε, γιατί δεν άντεχα να με αγαπούν». Τελικά η σχέση του και ο μετέπειτα γάμος του με την Patti Scialfa θα αποδειχτεί ότι είναι αρχικά ο κυματοθραύστης και στη συνέχεια το λιμάνι της εύθραυστης ψυχικής του κατάστασης, παραμένοντας και ισορροπώντας όμως τόσο σε τεντωμένο σχοινί όσο και σε αγαστή συνεργασία με τους δαίμονές του.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα κεφάλαια που αφορούν τις γνωριμίες με τα εμβληματικά μέλη της μπάντας, καθώς και το τελευταίο 1/3 του βιβλίου με τον ίδιο να έχει πλέον την οικογένεια που πάντα αναζητούσε να δημιουργήσει, αλλά έχοντας παράλληλα και τον πατέρα του να οδεύει προς το τέλος της ζωής του, αναγκασμένος να αντιμετωπίσει την πλήρη παρανοϊκή σχιζοφρένεια, αλλά όχι πριν δει τον γιο του να μπαίνει στο σπίτι του και να τοποθετεί το αγαλματίδιο του Όσκαρ στο τραπέζι για την ταινία Streets Of Philadelphia. «Δεν θα πω ποτέ ξανά σε κανέναν τι να κάνει», δηλώνει ο πατέρας. Ιδιαίτερα συναισθηματικά, με πολύ αγάπη και ενσυναίσθηση είναι και τα κεφάλαια που περιγράφουν τoν πρόωρο χαμό των δύο συντρόφων του, Danny Federici και Clarence Clemons, αν και δε μας παραθέτει επαρκείς πληροφορίες για τη φιλία του όλα αυτά τα χρόνια με τον Big Man.

Στο ερώτημα που συνήθως προκύπτει όταν κυκλοφορούν βιογραφίες τόσο μεγάλων καλλιτεχνών, για το αν είναι αναγκαίες για το κοινό, η απάντηση για την βιογραφία του Springsteeen, είναι αναμφισβήτητα ΝΑΙ. Όπως ο ίδιος γράφει: «Δε σας τα έχω πει όλα για τον εαυτό μου. Η διακριτικότητα και τα συναισθήματα των άλλων δεν το επιτρέπουν. Αλλά, σ’ ένα έργο όπως αυτό, ο συγγραφέας έχει δώσει μία υπόσχεση: να δείξει στον αναγνώστη τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται, Αυτό προσπάθησα να κάνω σε αυτές τις σελίδες»

Μας αποκαλύπτει λοιπόν με απόλυτη ειλικρίνεια πληροφορίες, ενώ οι αποκαλύψεις του τόσο για το καλλιτεχνικό του έργο, όσο και για την προσωπική του ζωή είναι πλούσιες και βαθιές, ενώ παράλληλα δημιουργεί και ένα τεράστιο πρόσφορο έδαφος για τον αποστιγματισμό της ψυχικής ασθένειας, τόσο του ίδιου, όσο και για όσους δεν τολμούν να έρθουν αντιμέτωποι με το πρόβλημά τους.

Όπως κάνουν και τα τραγούδια του, η βιογραφία του θα αγγίξει το μυαλό και την καρδιά όσων τον γνωρίζουν, αλλά και όσων θέλουν να τον γνωρίσουν, ακόμα και όταν οι περιγραφές τονίζουν τον ιδιαίτερα δύσκολο ψυχισμό και χαρακτήρα του. Είναι εύκολο να αντιληφθείς ότι ο Springsteen βρίσκει καταφύγιο εξιστορώντας όχι μόνο τις καλλιτεχνικές, αλλά και τις ψυχικές του ιδιαιτερότητες, κάνοντας ουσιαστικά το ίδιο πράγμα με αυτό που κάνουν οι εκατομμύρια θαυμαστές του όλα αυτά τα χρόνια που διασχίζουν χώρες, ηπείρους και ωκεανούς για να τον δουν και να τον ακούσουν. Ψάχνει ακόμα μία φορά το φως, τις λύσεις και τις απαντήσεις για τα σκοτάδια και τα άπειρα ερωτήματα που αμείλικτα παράγει το μυαλό και η ψύχη.

Και για αναρωτηθείτε, σκεφτείτε και απαντήστε με ειλικρίνεια, πόσες φόρες το κάνατε (κάναμε) όσοι συρρέουν (συρρέουμε) στις συναυλίες του και τα τραγούδια του, όλα αυτά τα χρόνια, ψάχνοντας το δικό μας φως, τις δικές μας απαντήσεις στα αμείλικτα ερωτήματα που παράγει το προσωπικό, ψυχικό μας εργοστάσιο; 

 

 

 

 

REVIEWS