Είδαμε ξανά τον Bruce Springsteen, στο Wembley αυτή τη φορά
I choose Bruce
Του Γιώργου Μυζάλη
Αγαπητέ μου αναγνώστη, αυτό που ετοιμάζεσαι να διαβάσεις είναι το τρίτο review που γράφω για συναυλία του Bruce Springsteen μέσα στα τελευταία χρόνια. Αισίως τον παρακολούθησα live για πέμπτη φορά. Αν έχεις διαβάσει τα προηγούμενα δύο, θα είσαι, ενδεχομένως, προετοιμασμένος για μια αποθεωτική κριτική με σχόλια για τη μοναδικότητα του «αφεντικού», την εμπειρία και τη σπουδαιότητα της E-Street Band κ.ο.κ. Δεν έχω, όμως, αυτό το σκοπό στο σημερινό κείμενο. Όχι γιατί τα παραπάνω δεν ισχύουν, αλλά γιατί θέλω να σταθώ σε ένα – δύο άλλα σημεία που, για μένα, έχουν μεγαλύτερη σημασία σχετικά με τη χθεσινοβραδυνή συναυλία και γενικότερα.
Αρχικά, ήταν η πρώτη συναυλία που παρακολούθησα σε αγγλικό έδαφος, σε μεγάλο στάδιο (και τι στάδιο ε; - το εμβληματικό Wembley), και αυτό έχει τη σημασία του. Και έκανε και τη διαφορά χθες. Μιλώ, ουσιαστικά, για το αγγλικό κοινό που «έχει στο αίμα του» το concept «μεγάλη ροκ συναυλία σε γήπεδο».
Για πρώτη – ελπίζω και όχι τελευταία φορά – στην αρένα ποδοσφαιρικού γηπέδου δεν με πάτησαν, δεν με έσπρωξαν, δεν έπεσαν πάνω μου αφηρημένοι. Για πρώτη φορά σε αρένα ποδοσφαιρικού γηπέδου, όλα τα μάτια και τα αυτιά ήταν στραμμένα προς τη σκηνή, για πρώτη φορά 60.000 στόματα άνοιγαν κυρίως για να τραγουδήσουν και δευτερευόντως (και πολύ λιγότερο) για να μιλήσουν με το διπλανό τους. Δεν κάνω πλάκα. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Με βοήθησε να συγκεντρωθώ απολύτως στη συναυλία. Με ευνόησε να συγκινηθώ και να ανατριχιάσω απερίσπαστος.
Πραγματικά, το χθεσινό outsider live του «αφεντικού» ήταν μια αποκάλυψη. Και μια σκέψη τριγυρνά στο μυαλό μου από χθες: ήταν το καλύτερό μου; Ναι ήταν. Γιατί μπόρεσα να συνδεθώ λίγο – λίγο και να ενεργοποιήσω την ευγνωμοσύνη μου. Βρισκόμουν ανάμεσα σε συνομήλικους μου και πάνω (μετά από πολύ καιρό ένιωσα να ρίχνω το μέσο όρο ηλικίας των παρευρισκομένων αντί να τον ανεβάζω), που «ένιωθαν», όμως. Που είχαν έρθει για τον ίδιο σκοπό: να συγκινηθούν και να επικοινωνήσουν ουσιαστικά. Δεν ξέρω πως αλλιώς να το πω: δεν υπήρχε κανένα distraction στις 3 ώρες και 20 λεπτά που διήρκεσε η συναυλία. Το είχα (και το έχω) μεγάλη ανάγκη αυτό σαν ακροατής. Να αισθανθώ, δηλαδή, ότι συνακροάζομαι με τα ίδια χούγια μια σειρά τραγουδιών: προσέχοντας τους στίχους, ακούγοντας τα σόλο, «μετρώντας» τις ανάσες και τους λυγμούς του τραγουδιστή, έχοντας το κινητό στην τσέπη μου, δίνοντας σημασία. Τα «αγγλούρια» με συνέτρεξαν χθες, ήταν συμπαραστάτες μου και σύμμαχοι. Ανεκτίμητο. Ήταν σα να με καλωσόριζαν στα ήθη και τα έθιμα της πατρίδας τους. Σαν καλοί οικοδεσπότες.
Μια τελευταία παρατήρηση: οι συναυλίες του αφεντικού έχουν ουσία. Δεν «ξεγελούν» με πυροτεχνήματα, κομφετί, υπερβολικούς φωτισμούς και άλλες φιοριτούρες. Μοιάζουν με εκείνο τον ευλογημένο ντάκο της Κρήτης που ξεπερνά σε γεύση και χόρταση όλα τα πιάτα όλων των εστιατορίων του κόσμου με αστέρια Michelin. Γιατί τί είναι η μουσική αν δεν είναι συναίσθημα, ουσία, εγγύτητα και φροντίδα; Τι είναι τελικά το τραγούδι αν δεν είναι η κοντινότερη απόσταση μεταξύ των ανθρώπων;
Πριν το live, αναρωτιόμουν αν αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα πήγαινα σε συναυλία του Boss. Πλέον, ξέρω ότι, θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να ξαναβρεθώ στην αρένα ενός σταδίου γονυπετής κι ευγνώμων μπροστά στην heart-stopping, pants-dropping, hard-rocking, booty-shaking, love-making, earth-quaking, Viagra-taking, justifying, death-defying, legendary E Street Band και το «αφεντικό» της.