Πήγαμε είδαμε: Αλκίνοος Ιωαννίδης στο Faliro Summer Theater
Κανένα ψέμα πίσω από τις λέξεις
Του Γιώργου Μυζάλη
Δευτέρα βράδυ στο (σχεδόν) παραθαλάσσιο θεατράκι του Φαλήρου βρεθήκαμε και πάλι με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη και τη σούπερ μπάντα του (σ.σ. Μιχάλης Καπηλίδης – τύμπανα, Μιλτιάδης Παπαστάμου – βιολί, Σταύρος Λάντσιας – πλήκτρα και μελλόντικα, Γιώτης Κιουρτσόγλου – ηλεκτρικό μπάσο). Εκεί είχαμε ανταμώσει και πέρυσι, στην πρώτη (επαν)εμφάνιση της μπάντας που μας «έπαιρνε το σκαλπ» προ είκοσι και πλέον ετών. Κι αν οι επανενώσεις μουσικών σχημάτων τις περισσότερες φορές μοιάζουν με ντοκυμαντέρ (στην καλύτερη) ή με ξαναζεσταμένη σούπα (στη χειρότερη), εδώ η συνθήκη είναι ολότελα διαφορετική.
Όχι, δεν αναβιώνει το παρελθόν του τραγουδοποιού τιμητικά. Όχι, δεν γίνεται «χάρη» στους νεότερους που δεν πρόλαβαν. Όχι, δεν βγαίνει καλύτερο μεροκάματο έτσι. Οι σπουδαίοι μουσικοί του χθεσινοβραδυνού παταριού δεν προσπαθούν να χαράξουν πορεία στο χώρο τους, ούτε έχουν να αποδείξουν τίποτα και σε κανέναν (σ.σ. στους μουσικούς συγκαταλέγω και τον ίδιο τον Αλκίνοο Ιωαννίδη). Είναι ήδη αναγνωρίσιμοι και αναγνωρισμένοι, γεγονός που τους επιτρέπει να επικεντρώνονται στον πυρήνα της ζωντανής επιτέλεσης της μουσικής δίχως φιοριτούρες και «ντρίμπλες φαντεζί». Τόσο – όσο, δηλαδή.
Στα δικά μου αυτιά, που τους ακολουθούσα και τότε, το ηχοτοπίο είναι γνώριμο. Στα δικά μου μάτια, όλα μοιάζουν ίδια (ενέργεια, διάθεση, αύρα, ισορροπία). Στις δικές μου ανατριχίλες, όμως, όλα είναι διαφορετικά. Και δεν είναι απλά πως είναι περισσότερες. Είναι που μαζί τους έρχεται «σετ» και η συνειδητοποίηση της σημαντικότητας της προσφοράς, η αποδοχή του χρόνου που περνά με ό,τι αυτό συνεπάγεται, η χαρά της συνάντησης, η ευγνωμοσύνη της συνέπειας στην προσφορά και οπωσδήποτε η μουσική αυτή καθεαυτή ως πηγή ψευδαίσθησης της αθανασίας. Ειδικά αυτήν την τελευταία, την ένιωσα ολόγυρά μου στη χθεσινοβραδυνή εκτέλεση του «Αυγούστου» του Νικόλα του Παπάζογλου. Ναι, η μουσική, το τραγούδι σε ξεγελά, αλλά σου δίνει κι ελπίδες. Πως οι στιγμές και οι άνθρωποι δε χάνονται. Όταν σε πλημμυρίζει η συγκίνηση και η ευγνωμοσύνη, όταν ζωντανεύουν μνήμες και περιστατικά ετών που μόνο στις συναυλίες ζωντανεύουν, όταν καταφέρνεις να πιστέψεις ότι όλα θα πάνε καλά μέσα σε ένα στίχο, τότε δυναμώνεις. Ορθώνεις ανάστημα στη δυσκολία, την προδοσία, την προχειρότητα, την κατάπτωση, την αδικία.
Τα πετυχαίνει, θα μου πείτε, όλα ετούτα το τραγούδι; Μόνο το τραγούδι. Τίποτε άλλο. Όχι, όμως, κάθε τραγούδι και σίγουρα κι οπωσδήποτε το τραγούδι του Αλκίνοου. Παρατηρούσα βουβός και πάλι αυτό το παιδί επί σκηνής να το «φχαριστιέται» και να ζει τις στιγμές. Σκεφτόμουν πόσο τυχεροί είμαστε που μοιράζεται μαζί μας, μέσα από το έργο του, κάθε του σκέψη με τρόπο καλαίσθητο και ουσιαστικό. Ένας παράξενος κυματοθραύστης απέναντι στα κύματα της αγένειας, της αταλαντοσύνης, της προχειρότητας, της κακής αισθητικής. Ένας θεματοφύλακας ενός αγαπημένου (του πιο αγαπημένου) μας είδους τέχνης.
Γράφω αυτόματα – ελπίζω συναισθηματικά. Ανακτώ τις ελπίδες μου στην καλοσύνη των ανθρώπων, στην επικράτηση της αληθινής τέχνης επί των απορριμάτων, στην τελική επιβίωση με τα απολύτως απαραίτητα που δεν είναι χειροπιαστά και υλικά. Και όλα αυτά μου τα γεννά μια συναυλία. Κάθε φορά μια συναυλία. Πολλές φορές μια συναυλία του Αλκίνοου.
Μπορεί, εν τέλει, και να μην είμαι αντικειμενικός. Αλλά στην εποχή που οι πολιτικοί δημοσιογράφοι στηρίζουν τα κόμματα που τους πληρώνουν, οι αθλητικοί δημοσιογράφοι αποθεώνουν τις ομάδες που τους βιοπορίζουν, πόσο κακό μπορεί να κάνει ένας δημοσιογράφος του πολιτιστικού που ευγνωμονεί απλά εκείνους (και μόνο) τους καλλιτέχνες που του παρέχουν ανάσα, ελπίδα, ανάταση και συγκίνηση;
Υ.Γ. «Βάλτε να πιούμε» (στίχοι: Καρθαίος Κλέανδρος – μουσική: Διάφανα Κρίνα), τι στιγμή χθες βράδυ…