Είδαμε Chrysta Bell στο Gazarte: καταλάβαμε γιατί ο David Lynch την επέλεξε για μούσα του
Ακριβώς πριν μπω στη σκηνή του Gazarte για την Chrysta Bell ή μάλλον με το που πάτησα το πόδι μου στο χώρο, μου ήρθαν εικόνες. Στιγμιότυπα.
Του Αντρέα Μαντά
Τα σταματημένα το βράδυ αυτοκίνητα, με όλα τα φώτα τους σβηστά, σε όλους τους δρόμους. Όλοι αυτοί οι άντρες κι όλες αυτές οι γυναίκες που πίνουν, προτού κάνουν έρωτα, για να αμαρτήσουν μέσα στη μέθη και χωρίς μνήμη. Εικόνες από κοκέτικα σπίτια, που φαίνονται αληθινοί παράδεισοι. Κι ύστερα υπάρχουν και οι ένοικοι αυτών των σπιτιών, που παρατάνε τις ωραίες τους πολυθρόνες, ίσως και τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους, και πηγαίνουν να μεθύσουν μονάχοι στα μπαρ. Αν ήταν βιβλίο, τι θα ήταν; Το Anonymous Photographs του Robert Flynn Johnson; Kάτι από Nabokov; Κάτι από Kafka; Ή μήπως μια ταινία που τα περιέχει όλα αυτά; Ποιος καταλληλότερος από τον David Lynch και την Αμερική του; Πουθενά ίσως δεν συναντάει κανείς τέτοια απόσταση ανάμεσα στους ανθρώπους και τους μύθους, ανάμεσα στη ζωή και τη μαγική εικόνα για τη ζωή.
Ερχόμενη από έναν τέτοιο τόπο η Chrysta, όπως είναι το San Antonio του Texas, δεν αργείς να καταλάβεις με το που την πρωτοβλέπεις μπροστά σου, γιατί ο θείος David την έχει επιλέξει για μούσα του τα τελευταία 20 χρόνια. Στην 3η εμφάνισή της στη χώρα μας, νομίζω ότι το Gazarte ήταν ο τέλειος χώρος. Όλο το σκηνικό έμοιαζε με σκηνή από το Mulholland Drive.
Η συναυλία ξεκίνησε λίγα ακριβώς λεπτά μετά τις 22.00, με το δυνατό Tonight We Rise από το καινούργιο της άλμπουμ Feels Like Love. Για να μας βάλει στη μεθυστική ατμόσφαιρα του Devil Inside Me, από το προπέρσινο We Dissolve. Για να συνεχίσει με το καινούργιο - και μέτριο - 52 Hz. Στα επόμενα έξι κομμάτια ο David Lynch είχε την τιμητική του. Τα Friday Night Fly και Real Love από το άλμπουμ This Train του 2011. Μάλιστα, στο Real Love μας είπε και μια ενδιαφέρουσα ιστορία (μία από τις πολλές τις βραδιάς), για το πώς ο Lynch την καθοδήγησε να γράψει το συγκεκριμένο κομμάτι. Την παρότρυνε να φανταστεί πως ήταν σε μία χαμένη λεωφόρο και οδηγούσε με απίστευτη ταχύτητα…
Το All The Things διαδέχτηκε μια ωραία διασκευή του The Pink Room του Badalamenti, από το soundtrack του Twin Peaks: Fire Walk with Me. Εδώ να τονίσω ότι η κατανομή των τραγουδιών ήταν πολύ ενδιαφέρουσα και δεν ξέρω αν ήταν τυχαίο ή εσκεμμένο, αλλά το έβδομο τραγούδι της βραδιάς είναι και το έβδομο τραγούδι στο δίσκο! Μετά τα αδιάφορα Beat The Beat και Night Ride, η συναυλία έκανε κοιλιά και, ας μου επιτραπεί να πω, ευθύνεται και η άστοχη διασκευή στο The Windmills of Your Mind (κάποια πράγματα πρέπει να τα αφήνουμε όπως είναι).
Μετά από αυτό έπαιξε τρία τραγούδια στη σειρά από το Feels Like Love, με καλύτερο το Time Never Dies, το οποίο έδωσε και τον τίτλο του στο tour. Η συνέχεια μας βρήκε με τις τρεις πιο δυνατές στιγμές της συναυλίας, το προσωπικό αγαπημένο μου Undertow από το περσινό καλό Chrysta Bell EP, το Planet Wide και το Blue Rose, το οποίο μας είπε ότι έγραψε μετά την εμπειρία της ως Tammy Preston στο Twin Peaks: The Return.
Η βραδιά έκλεισε με το ομώνυμο κομμάτι του τελευταίου της δίσκου. Μετά το θερμότατο χειροκρότημα του λιγοστού, δυστυχώς, κοινού (πόσες συναυλίες να αντέξει αυτή η πόλη), η Chrysta Bell επέστρεψε και έκλεισε οριστικά την βραδιά με το πιο χαρακτηριστικό της κομμάτι, το Swing with Me.
Η αλήθεια είναι ότι μετά από μιάμιση ώρα, πάλι τις ίδιες εικόνες έβλεπα με εκείνες που μου ήρθαν πριν και κατά τη διάρκεια του live.
Μετά το τέλος, είχαμε την τύχη, διάφοροι, φίλοι, δημοσιογράφοι, θαυμαστές να μιλήσουμε για περίπου ένα εικοσάλεπτο μαζί της. Ακόμα και έτσι, καταφέραμε για λίγο να μπούμε στον κόσμο της. Ένα άτομο με πάθος, ήρεμο και συνάμα ανήσυχο, συγκινητικό και ελεύθερο στη σκέψη, φαίνεται να είναι η Chrysta. Δεν είναι και λίγο αυτό… να χαθούμε, έστω και για λίγο, ένα βράδυ Σαββάτου…