Πολύ καλά ξηγιέται ο Travis Scott σε αντίθεση με το ραδιόφωνο
Αρχές Σεπτεμβρίου βρέθηκα φιλοξενούμενη κάπου σε ένα ακρωτήρι της Πάρου.
Kafka
Μια μέρα αντί να χαζεύω κύματα και να πατάω σταφύλια, αποφάσισα να καθίσω μπροστά σε μια μεγάλη τηλεόραση και να δω ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή του 28χρονου Travis Scott. Δεν κατάλαβα πως πέρασαν τα 80 λεπτά, φρόντισε γι αυτό η παρέα των εφήβων που ήταν μαζί μου. Ζούσαν σχεδόν, κάθε στιγμή της ταινίας σαν νευρικοί φακίρηδες έτοιμοι προς εκτόξευση. Μέχρι αυτή τη στιγμή που γράφω νιώθω, συμπάσχω και απολαμβάνω.
Όποιος έχει βρεθεί έστω και μια φορά μέσα σε συναυλιακή λαοθάλασσα, ξέρει πόσο δύσκολα μπορείς ν᾽ αποφύγεις έναν ήπιο κλονισμό από την υπερένταση. Απειροελάχιστη η απόσταση από τα νευρικά γέλια στα γοερά κλάματα, όταν προκύπτει συντονισμένος παλμός. Αξέχαστα πράγματα. Ακόμα κι αν τα ξαναζείς μπροστά σε μια οθόνη.
Πριν από λίγες μέρες, σε πολιτισμένο περιβάλλον, ανάμεσα σε πιο τακτοποιημένες ορμόνες και δική μου κόσμια συμπεριφορά, διαπίστωσα για πολλοστή φορά τι σημαίνει να παίζεις τραγούδια για μια live μουσική επιμέλεια στη σωστή σειρά και να βλέπεις κόσμο που δε θα περίμενες ποτέ, να ψάχνει κινητό να το σηκώνει ψηλά και να πιάνει στο shazam τον Travis.
Και ξαφνικά θυμήθηκα το ραδιόφωνο. Μια, καθόλου μακρινή ιστορία που κουβαλούσε ανάλογες αντιδράσεις, συγκινητικά αντανακλαστικά και εκπλήξεις. Δεν είχε σημασία αν απευθυνὀσουν σε διακεκριμένες μειοψηφίες ακροατών ή σε ανθρώπους με πιο μαζικές προτιμήσεις, η αποδοχή ήταν κοινή, έτρεχε από στόμα σε στόμα. Το φαινόμενο δεν είναι ειδικά ελληνικό και ασφαλώς σήμερα έχει αλλάξει παντού ο τρόπος ακρόασης, εμπιστοσύνης στο ραδιόφωνο και καταμέτρησης μέσω αυτού, της επιτυχίας των καλλιτεχνών. 'Eνα σημερινό παράδειγμα, η πρωτιά που έχει καβατζώσει στο ελληνικό και αμερικάνικο Spotify, ο Travis Scott.
Για να διακόψω τον εύκολο συνειρμό, το θέμα δεν είναι το θέαμα και τα νούμερα (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) της εκάστοτε λαϊκής μουσικής μόδας. Αλλά η απώλεια του popular ρόλου του μουσικού ραδιοφώνου ως μέσο αλληλεπίδρασης και έκπληξης στην ίδια του την πόλη. Κάποιος θα σκεφτεί και σωστά, πολλή φασαρία για το τίποτα, 2019, ο καθένας μπορεί ν᾽ ανακαλύψει / δημιουργήσει / δημοσιεύσει τη δική του λίστα. Κάπου εκεί όμως έρχεται και κουμπώνει η δικαιολογία που παίζει σε επανάληψη μαζί με τα 500 τραγούδια, στο σύνολο των ραδιοφώνων, πως «αυτά θέλει ο κόσμος». Στις γενιές από το ᾽95 και μετά, μια τέτοια διαπίστωση είναι αφηρημένη, τεμπέλικη, υποτιμά τις επιλογές της και θυμίζει ασανσέρ σ᾽ εμπορικό κέντρο. Το τελευταίο που φαίνεται να ενδιαφέρει τη λεγόμενη Genaration Z, είναι το πως θα ξοδέψουν χρόνο και χρήμα (που δεν έχουν) σε άγνωστες εφαρμογές (βλέπε ραδιόφωνο) των οποίων η χρήση είναι κουραστική σε διαφημιστικό χρόνο και περιορισμένη σε περιεχόμενο. Κι αν ο αντίλογος είναι η «παρέα, η ανθρώπινη επαφή», δε θα διαφωνήσω. Ισχύει και αρκεί μια ματιά στην πολύ ανοδική τάση των podcasts -εκπομπές λόγου στο Spotify, σε σχέση με τις μουσικές λίστες του Spotify.
Σ᾽ ένα παράλληλο, πραγματικό σύμπαν, πολύ καλά ξηγιέται ο Travis Scott. Εχει την on demand προσοχή της νέας γενιάς και των γονιών αυτής εξ αντανακλάσεως. Ήταν πάντα ζήτημα κεντήματος, όχι τυποποίησης του πως και τι παίζεις. Η επανάληψη κοιμίζει και ο ακροατής μετακομίζει από σταθμό σε σταθμό. Και όπως όλοι ξέρουμε, δύσκολα αλλάζεις συνήθειες πόσο μάλλον τώρα που κρατάς στο χέρι σου ένα εργαλείο μιας online εικόνας με τεράστια διαφημιστική αξία κάθε φορά που πατάς το κλικ. Μιλάμε για πολλές μνήμες και ατελείωτες επιλογές και ναι τις πληρώνεις με τα προσωπικά σου δεδομένα, αλλά στον αντίποδα για ποιο λόγο να διαλέξεις εκείνη τη μουσική (υπόκρουση) στα FM που σε κάνει να αισθάνεσαι πως είσαι σε μια ροζ αφασία και πρωταγωνιστείς σ᾽ ένα crossover μεταξύ του Black Mirror και της «Μέρας της Μαρμὀτας» μέσα στην ίδια σου την χώρα;