Ginger Baker (1939-2019)
Τo 2015 η ομάδα του In-Edit Greece, music documentary film festival, μου ζήτησε να διαλέξω το πιο αγαπημένο μου μουσικό ντοκιμαντέρ από το πρόγραμμά τους.
Kafka
Και με αφορμή αυτό (Beware of Mr. Baker) να γράψω δύο λόγια, τα οποία κυκλοφόρησαν σε μια πολύ φροντισμένη μικρή έκδοση από το Μεταίχμιο. Τελικώς έγραψα 512 λέξεις και ούτε μια για τον Ginger Baker. Κατόπιν εορτής, ξαναδιαβάζοντας σήμερα το κείμενο, διαπιστώνω πως έγραφα μόνο γι αυτόν.
___________________________________________________________
Beware of Mr. Baker
-What is it like coming back and playing again?
Ginger Baker: «I don't know! What is it like – ?»
-Is it exciting?
Ginger Baker: «I don't know. I don't get excited anymore».
-Why not?
Ginger Baker: «Because I don't! I never have done».
(Απόσπασμα της συνέντευξης του Ginger Baker στον Patrick Doyle και το Rolling Stone τον Οκτώβριο του 2013)
Είναι κάποιες φορές που μου προκύπτει αρκετά έντονα η σκέψη και η διάθεση να πατήσω mute στην εικόνα. Και το κάνω. Βλέπω δίχως ν’ ακούω. Αντίστοιχα στην καθημερινότητά μου, υπάρχουν άλλα τόσα στιγμιότυπα που θα ήθελα να τα ντύσω με off-beat μουσική υπόκρουση. Για παράδειγμα ένα βαρύ ηχητικό χαλί που θα μετατρέπει τις κωμικές στιγμές σε ιστορίες για αγρίους κι ένα άλλο που θ’ αποφορτίζει τις σοβαρές εικόνες με αλαφροΐσκιωτες νότες. Kάτι σαν ηχητική συγκοπή. Κάπου εκεί όμως σκέφτομαι πως τίποτα ανάλαφρο δεν έχει η δομημένη μουσική πόσο μάλλον η βαριά σκιά μιας ολόκληρης ζωής αφιερωμένης στη μουσική (καριέρα).
Δεν είχε περάσει ποτέ από το κεφάλι μου στο παρελθόν να δημοσιεύσω το αρχείο των μουσικών συνεντεύξεων που διατηρώ από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 μέχρι που κάποια στιγμή με ρώτησε ένας καλός φίλος αν θα ήθελα να κάνω κάτι με αυτές. –«Σαν τι;» τον ρώτησα, -«ένα βιβλίο, ίσως ένα ντοκιμαντέρ» μου απάντησε. Ξαφνικά βάρυνα μόνο με τη σκέψη. Όχι για τον όγκο της πληροφορίας που έχω μαζέψει: ηχογραφημένοι διάλογοι, αδημοσίευτες συνεντεύξεις, συγκινητικές επιστολές καλλιτεχνών και αποσπάσματα ραδιοφωνικών συζητήσεων. Αλλά γιατί διαπίστωσα πως τόσα χρόνια μαζεύω υλικό γιατί έτσι. Προκειμένου να κάνεις ένα βιβλίο να διαβάζεται, ένα ντοκιμαντέρ να βλέπεται, θα πρέπει το περιεχόμενό του ν’ αφορά και να χαρακτηρίζει πρωτίστως, αυτόν που το υπογράφει. Πέρα κι έξω από το πως εγώ, ακούω τη μουσική των ανθρώπων που μου παραχώρησαν το χρόνο τους και σε πολλές περιπτώσεις μ’ εμπιστεύτηκαν λες και με ήξεραν από πάντα, το ζητούμενο (φαντάζομαι) ήταν, είναι και θα είναι να καταγράψεις την κανονικότητα και τα κουσούρια των μουσικών που έχεις απέναντι σου μέσα σε 20 λεπτά της ώρας. Όσο περίπου και η διάρκεια μιας (ακόμα) συνέντευξής τους.
Αυτό όμως που έχει τη μεγαλύτερη σημασία για μένα και δε μπορώ να το περιγράψω σε κανένα βιβλίο ούτε καν να το αποτυπώσω σε εικόνα είναι η πρώτη, off the record επαφή και γνωριμία με τον κάθε καλλιτέχνη λίγο πριν τη συνέντευξη, όταν δεν έχουν ακόμα ανοίξει τα μικρόφωνα και οι κάμερες. Αρκετές φορές με βάση αυτή την πρώτη εντύπωση έχω αναγκαστεί να πετάξω τις σημειώσεις και να ξαναγράψω ολόκληρη τη συνέντευξη στο μυαλό μου, ελάχιστα λεπτά πριν ξεκινήσει. Είναι αυτό που λένε, να φοβάσαι την πρώτη εντύπωση γιατί είναι πάντα η καλύτερη -και ποτέ δε συνοδεύεται από μουσικές συστάσεις.
Οταν σχεδίαζα το σενάριο για ένα μουσικό ντοκιμαντέρ, θυμάμαι τις ατελείωτες ώρες που πέρασα στο μοντάζ προσπαθώντας να διατηρήσω τη σημασία της πρώτης επαφής με κάποιους από τους μουσικούς. Αλλά η αλήθεια είναι πως δε μπορείς ν’ αποκωδικοποιήσεις έναν άνθρωπο που είναι εθισμένος στην εικόνα του όταν τον σημαδεύεις με κάμερες και μικρόφωνα. Μέχρι αυτή τη στιγμή δε ξέρω αν έχει νόημα να συναντάς τους ήρωες σου είτε για να τους απομυθοποιήσεις ή για να τους τοποθετήσεις ακόμα πιο ψηλά. Αυτό που ξέρω είναι πως μερικές φορές δεν χρειάζεται και δε θέλουν να μιλάς για μουσική μαζί τους. Ίσως γιατί είναι εξοργιστικά εφήμερη η ζωή για να ψάχνεις τη μελωδία της ευτυχίας μόνο σε ένα πράγμα. Όσο σπουδαία και αν νομίζεις πως χτυπάς τα χέρια σου στο ρυθμό της.
Ευχαριστώ θερμά τον Κωνσταντίνο Κουλουζάκη για την άδεια αναδημοσίευσης του κειμένου.