Είδαμε και τις δύο συναυλίες των Coldplay και κάνουμε συγκρίσεις
The Coldplay effect! Γιατί μία συναυλία τους δεν είναι αρκετή...
Του Γιώργου Μυζάλη
Όλες τις προηγούμενες μέρες, οι άνθρωποι του περιβάλλοντός μου επαναλάμβαναν μια ερώτηση με απορία: «μα καλά, θα πας και στις δύο συναυλίες των Coldplay;». Ναι, μάλιστα. Αυτό θα κάνω, τους απαντούσα. Αυτό έκανα και, σήμερα Δευτέρα, βιώνω κάτι που στη δική μου αντίληψη βαφτίζεται «the Coldplay effect».
Τους είχα ξαναδεί. Στο Παρίσι, το 2022, στο πλαίσιο της ίδιας περιοδείας με το γενικό τίτλο «Music of the spheres». Αν κάτι θυμάμαι πιο πολύ από εκείνη τη μαγική συναυλία, αν κάτι με έκανε να θέλω να πάω και στις δύο συναυλίες τους εδώ, στην πόλη μου, είναι εκείνη η θετική αύρα και αίσθηση που είχα για δύο ώρες στο Stade De France, τον Ιούλιο του 2022. Επιστρέφοντας από την πόλη του Φωτός ήμουν βέβαιος ότι είχα παρακολουθήσει την πιο ωραία συναυλία της ζωής μου (ναι, οι Coldplay είχαν καταφέρει να «εκθρονίσουν» τον Bruce Springsteen). Για δύο ώρες, δεν θυμάμαι να πέρασε ούτε μισή αρνητική σκέψη από το μυαλό μου. Για δύο ώρες, ανέκτησα την (όποια) πίστη μου στο ανθρώπινο είδος, βλέποντας γύρω μου μόνο χαμογελαστές φάτσες, ανθρώπους όλων των εθνικοτήτων και των ηλικιών, να έχουν μια παράξενη κοινή προαίρεση: να μοιραστούν και να περάσουν καλά.
Μαγεύτηκα. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να τους ξαναδώ το συντομότερο. Απολύτως φυσιολογικά, στήθηκα μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή μου ολημερίς όταν πρωτοεκδόθηκαν εισιτήρια για την Αθήνα. Και, επίσης, απολύτως φυσιολογικά, αγόρασα εισιτήρια και για τις δύο βραδιές.
Η πρώτη συναυλία (του Σαββάτου) δικαίωσε την απόφασή μου. Ούτε στιγμή δεν σκέφτηκα να δωρίσω το εισιτήριο σε κάποιον άλλο (ή, έστω, να το πουλήσω). Όλα ήταν εκεί. Όπως τα θυμόμουν. Μια μπάντα στην ακμή της, ένα στάδιο γεμάτο, μια ατμόσφαιρα θετική, ένα hype απαράμιλλο, ένα επίπεδο θεάματος άπιαστο και μια playlist για όλους. Στα δικά μου προσωπικά συν, οι Coldplay ήταν και «κοινός μουσικός τόπος» με τα ανίψια μου και παράλληλα, θαρρώ, ένα δώρο για εκείνα που θα το θυμούνται όταν εγώ θα το έχω ξεχάσει (σε κάποιο οίκο ευγηρίας).
Για σχεδόν δύο ώρες παρακολουθήσαμε το καλύτερο live στον πλανήτη. Δεν υπερβάλω. Για δυο ώρες, ήμασταν ξένοιαστοι. Χορέψαμε, τραγουδήσαμε, συγκινηθήκαμε. Σε αυτό βοήθησε και αυτός ο τύπος, ο «μπροστάρης» της μπάντας, ο Chris Martin, με απλότητα, αμεσότητα και αλήθεια. Άλλοτε σκαρώνοντας στιχάκια για το κοινό, άλλοτε μιλώντας ελληνικά, άλλοτε παίζοντας ένα τραγούδι – «παραγγελιά» εκτός προγράμματος, που εντόπισε σε κάποια πινακίδα που κρατούσε ένας fan στο κοινό.
Είναι τόσο απλά τα πράγματα όταν πυροδοτούνται από (και πυροδοτούνε το) συναίσθημα. Στο δρόμο της επιστροφής για το σπίτι, το Σάββατο το βράδυ, ήμουν τρισευτυχισμένος: είχα άλλη μία.
Έχω την αίσθηση ότι η συναυλία της Κυριακής ήταν λιγουλάκι καλύτερη από εκείνη του Σαββάτου. Σε αυτό συνέβαλε οπωσδήποτε η ελαφριά διαφοροποίηση του playlist με τις προσθήκες των: Polittik, Don’t Panic και Up & Up (από το «κόλπο» με τις πινακίδες). Και για τους πιο «παλαιοColdplay» fans, θα λειτούργησε καλά, φαντάζομαι.
Θέλω, οπωσδήποτε, να σταθώ σε μια επαναλαμβανόμενη «αποτυχία» μας – για το κοινό μιλώ – που ήταν κοινή και στις δυο συναυλίες. Και τις δύο βραδιές, ο Martin διέκοψε το «A sky full of stars» για να μας ζητήσει να το «ξαναπάμε» με τα κινητά μας κλειστά. Να το «ζήσουμε» παρέα to the fullest, δηλαδή, αλά παλαιά. Για ένα τραγούδι. ‘Ένα μοναδικό τραγούδι. Και, μολονότι, η πλειοψηφία συγκρατήθηκε, τουλάχιστον μέχρι το πρώτο ρεφρέν, οι περισσότεροι άνθρωποι τον αγνόησαν, συνεχίζοντας να απολαμβάνουν τα megapixels τους και όχι το real thing.
Δεν ξέρω τι να πω επ’ αυτού, μάλλον θα κάνω ένα ξεχωριστό άρθρο, ένα ξεχωριστό podcast για την αγένεια του κοινού. Για το «δικτατορικό καθεστώς» των κινητών στις συναυλίες. Προσωπικά, έχω αποφασίσει πια ότι θέλω να βιώνω την εμπειρία. Το κινητό στην τσέπη, με την ελπίδα να πολλαπλασιάσω τις ανατριχίλες μου. Πετυχαίνει. Και θα επισημάνω και τούτο: όποιος καλλιτέχνης αποφασίσει να απαγορεύσει τα κινητά στις συναυλίες του, θα με έχει θαμώνα και υποστηρικτή. Βαρέθηκα την αγένεια και την αγνωμοσύνη.
Ας μην κλείσω, όμως, το κείμενο αυτό με γκρίνια. Ας το ολοκληρώσω, απεναντίας, με απέραντη ευγνωμοσύνη. Ευγνωμοσύνη προς τον Chris, τον Guy, τον Will και τον Johnny. Θα ανταμώσουμε ξανά, είμαι βέβαιος.