Νεκρός σε ηλικία μόλις 61 ετών ο θρυλικός μουσικός και παραγωγός
Προκλητικός σε βαθμό... κακουργήματος (ο δεύτερος δίσκος του συγκροτήματός του, Big Black, είχε τίτλο «Songs about fucking», ενώ αμέσως μετά τη διάλυσή τους έφτιαξε μπάντα με το όνομα Rapeman, τίτλο ιαπωνικού manga).
Opinionated μέχρι που να σε... σκάσει (το πόνημά του, «Τhe problem with music», λέγεται ότι έχει... κλείσει σπιτάκια, όσο ακόμα υπήρχε «μουσική βιομηχανία», πριν, δηλαδή, την κυριαρχία του internet).
Ανεξάρτητος μέχρι τελικής πτώσεως (o θρύλος λέει ότι, όταν το αγαπημένο του συγκρότημα, οι Jesus Lizard, υπέγραψε σε πολυεθνική, θύμωσε τόσο πολύ που η παραγωγή που έκανε στον δίσκο τους «Down» ήταν επίτηδες εντελώς flat).
Εχθρός φανατικός των ψηφιακών μέσων ηχογράφησης και αναπαραγωγής μουσικής (το στούντιό του στο Σικάγο, το Electrical Audio είχε μόνο αναλογικά -state of the art, βέβαια- μηχανήματα και ηχογραφούσε πάντα σε μαγνητοταινία).
Αλλά και ίσως ένας από τους πλέον περιζήτητους παραγωγούς (αν και απεχθανόταν τον όρο και αποκαλούσε τον εαυτό του «μηχανικό ήχου») που από τα χέρια του έχουν περάσει συγκροτήματα κυμαινόμενα από τους Nirvana (o Kurt Cobain τον απαίτησε ως παραγωγό του «In Utero») και τους Pixies, μέχρι τους Neurosis και τους High on Fire και από την PJ Harvey μέχρι τον Jimmy Page και τον Robert Plant των Led Zeppelin.
Και όλα αυτά είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου που λέγεται Steve Albini, ο οποίος έφυγε από τη ζωή από καρδιακή προσβολή την ώρα που βρισκόταν στο αγαπημένο του στούντιο, σε ηλικία μόλις 61 ετών, αφήνοντας ένα τεράστιο κενό στην ροκ μουσική και ειδικά στην ανεξάρτητη μουσική, της οποίας ήταν πάντα ένας φανατικός υποστηρικτής.
Mεγαλωμένος στη Μισούλα της Μοντάνα, ο Albini μετακόμισε στο Σικάγο για να σπουδάσει και ταυτόχρονα άρχισε να γράφει για μουσική σε διάφορα fanzines της πόλης, έχοντας ένα καυστικό και επιθετικό ύφος.
Το πρώτο του συγκρότημα, οι διαβόητοι Big Black, δημιουργήθηκαν από τον ίδιο, όταν έσπασε το πόδι του και, όντας υποχρεωμένος να παραμείνει ακίνητος στο σπίτι του, δανείστηκε ένα κασσετόφωνο τεσσάρων καναλιών, ένα drum machine και μια ηλεκτρική κιθάρα και ηχογράφησε το εξαιρετικά πρωτόλειο, αλλά επιδραστικό Ε.Ρ. «Lungs».
Σύντομα το one-man-project έγινε τρίο με την προσθήκη των Santiago Durango (κιθάρα) και Dave Riley (μπάσο) -κουαρτέτο, αν μετρήσει κάποιος και το drum machine- και με αυτή τη σύνθεση οι Big Black ηχογράφησαν δύο LP («Atomizer» και «Songs...») καυστικού πανκ με ισχυρή δόση industrial και noise και μια χούφτα ΕΡ, πριν διαλυθούν.
Το αμέσως επόμενο project του Albini ήταν οι Rapeman, μαζί με τον Rey Washam (ντραμς) και David Wm Sims (μπάσο), με τους οποίους ηχογράφησε το διαβόητο ΕΡ «Budd» (και λόγω εξωφύλλου) και το δίσκο «Two nuns and a pack mule», με τον ήχο να κινείται περισσότερο προς το noise rock της Touch & Go (αργότερα o Albini παραδέχθηκε ότι η επιλογή του ονόματος του συγκροτήματος ήταν μάλλον ατυχής...).
Τελευταία προσωπική του μπάντα ήταν οι Shellac (Bob Weston στο μπάσο και Todd Trainer στα ντραμς), με τους οποίους πειραματίστηκε σε διάφορες φόρμες του rock, από το noise, μέχρι το post-rock, χωρίς ποτέ να εγκαταλείψει την αγάπη του για ανεξαρτησία και προκλητική θεματολογία.
Ως παραγωγός, μερικοί μόνο από τους καλλιτέχνες με τους οποίους έχει συνεργαστεί είναι οι Nirvana, Pixies,The Breeders, Godspeed You! Black Emperor, Mogwai, the Jesus Lizard, Don Caballero, PJ Harvey, The Wedding Present, Joanna Newsom, Superchunk, Low, Dirty Three, Jawbreaker, Neurosis, Cloud Nothings, Bush, Chevelle, Jimmy Page and Robert Plant (as Page and Plant, Helmet,Fred Schneider, The Stooges, Owls, Manic Street Preachers, Jarvis Cocker, The Cribs, the Fleshtones, Nina Nastasia, The Frames, The Membranes, Cheap Trick, Motorpsycho, Slint, mclusky, Labradford, Veruca Salt, Zao, The Auteurs, Spare Snare, Foxy Shazam, Zeni Geva, High on Fire, και εκατοντάδες άλλα ονόματα.
Οι παραγωγές του χαρακτηρίζονται από τον εξαιρετικά «ζωντανό» ήχο τους, τα πανίσχυρα ντραμς και την «καθαρή» ηχογράφηση, ενώ οι συνεργασίες του με metal μπάντες απέδειξαν ότι «έχει» και το low end.
Και όλα αυτά, χρεώνοντας τους καλλιτέχνες μόνο για τις ώρες του στούντιο και με flat χρέωση, ενώ σε πολλές μπάντες ακόμα και η παραγωγή και ηχογράφηση ήταν... pro bono.
Επίσης, ήταν λάτρης του πόκερ και της μαγειρικής και ήταν παντρεμένος με τη σκηνοθέτιδα Heather Whinna.
Και μάλλον θα μας έβριζε, αν θεωρούσε ότι αυτό το κομμάτι είναι περισσότερο συναισθηματικό απ' όσο θα του άρεσε...