Ο Στάθης Αραμπατζής γράφει στο loaded με αφορμή το νέο του album
«Το Τέλος του Χειµώνα» είναι ο τίτλος του δεύτερου προσωπικού δίσκου του Ʃτάθη Αραµπατζή.
Οι ηλεκτρικές κιθάρες και τα πλήκτρα σµίγουν µε παραδοσιακά όργανα, σε ένα µουσικό ψηφιδωτό εννέα τραγουδιών, µε καλεσµένους την Μάρθα Φριντζήλα και τον Γιώργη Ξυλούρη (Ψαρογιώργη).
Το album γεννήθηκε και υλοποιήθηκε κατά την διάρκεια της καραντίνας. Με αφορμή την κυκλοφορία του album, ο Στάθης Αραμπατζής γράφει στο loaded.gr
Παίζω κιθάρα από τις πρώτες τάξεις του δηµοτικού. Ο πατέρας µου µού έδειξε τα πρώτα ακόρντα στην κιθάρα και ένας ξάδερφος τις νότες στον µπαγλαµά και το µπουζούκι. Όλα αυτά µέχρι την Δ’ Δηµοτικού. Ξεκίνησα να γράφω µουσική λίγο αργότερα, κάπου εκεί στο Γυµνάσιο.
Θυµάµαι τον εαυτό µου να κάθεται µπροστά σε ένα κασετόφωνο της εποχής για ώρες, να ακούει και να γράφει. Έλιωνα τις κασέτες από το µπρος πίσω για να βγάλω τα τραγούδια που µου άρεσαν και όταν τις χαλούσα, τις ξαναέγραφα µε δικά µου. Ʃκάρωνα µουσικές χωρίς στίχο στην αρχή. Με τον στίχο ήµουνα πάντα πιο διστακτικός. Οι πρώτες µου απόπειρες ήταν παιδικές. Αργότερα αναγκάστηκα να γράψω µιας και δεν έβρισκα στιχάκια να εκφραστώ.
Η µουσική ήταν πάντα µέρος της ζωής µου από τότε που θυµάµαι τον εαυτό µου. Ο πατέρας µου παίζει κιθάρα και η µάνα µου τραγουδάει. Ερασιτεχνικά και οι δύο, για την παρέα. Ʃε τέτοιες παρέες µεγάλωσα παίζοντας κιθάρα από πιτσιρίκι, σε τραπέζια και γιορτές µε φίλους των γονιών µου. Για την εξέλιξή μου από αυτοδίδακτος µουσικός σε µαθητή ωδείου, υπεύθυνη είναι η µάνα µου που µε έγραψε σχεδόν µε το ζόρι.
Όταν τελείωσα τις σπουδές µου στην κλασική κιθάρα, όλα ήταν πιο ξεκάθαρα πλέον μέσα μου. Ήταν λοιπόν από κάθε άποψη λογικό να τραβήξω αυτόν το δρόµο, της µουσικής. Το πρώτο µου µεροκάµατο ήρθε σε πολύ µικρή ηλικία, εκεί γύρω στα δεκαπέντε, ίσως να ήµουν και µικρότερος, όταν ένας συγγενής, µουσικός σε εκείνες τις παλιές σκηνές της δεκαετίας του ‘80, µου ζήτησε να παίξω γιατί έλειπε ο κιθαρίστας της ορχήστρας.
Παλιά λαϊκά, Χατζιδάκις, ρεµπέτικα, Θεοδωράκης και διάφορα άλλα της εποχής, ήταν τα τραγούδια µε τα οποία έβγαλα τα πρώτα µου λεφτά. Θυµάµαι ότι η χαρά µου που έπαιζα µπροστά σε ένα γεµάτο µαγαζί ήταν τόσο µεγάλη που µου φαινόταν αδιανόητο ότι θα έπαιρνα και µεροκάµατο! Έτσι µπήκα σε αυτό το χορό και χορεύω από τότε. Με τα καλά και τα ζόρικά του.
Ο στίχος µου έχει πηγή έµπνευσης την καθηµερινότητα και τις διαχρονικές ανησυχίες του ανθρώπου. Ό,τι µε απασχολεί και ό,τι νοµίζω ότι απασχολεί και τους άλλους. Προσωπικά επηρεάζοµαι από την πραγµατικότητα που µας περιβάλλει. Ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν ότι πρέπει να παίρνουµε θέση απέναντι στα πράγµατα γιατί έτσι γινόµαστε χρήσιµοι. Πιστεύω στην τέχνη που αλληλεπιδρά µε την κοινωνία.
Πέραν τούτου, αν το δούµε και καθαρά επαγγελµατικά, θα ήταν µονότονο να µην µιλάµε για όσα συµβαίνουν τριγύρω µας. Θα έπρεπε να εφευρίσκουµε συνεχώς φανταστικές ιστοριούλες ή να µιλάµε και εµείς για την αθάνατη καψούρα που έτσι και αλλιώς µονοπωλεί µεγάλο µέρος της µουσικής εδώ και δεκαετίες.
Ο βορράς είναι παραµεθόριος. Ο βορράς ήταν, είναι και θα είναι σταυροδρόµι και χωνευτήρι λαών, πολιτισµών και τάσεων, άρα γεµάτος αντιθέσεις. Για αυτό και γεννάει συνεχώς µουσικές και µεράκια. Η Θεσσαλονίκη, ως η µεγαλύτερη πόλη του, δεν θα µπορούσε να ξεφύγει από αυτήν τη µοίρα. Από τις Τρύπες και τα Ʃπαθιά µέχρι τον ΛΕΞ, η Θεσσαλονίκη κάνει µουσικές προτάσεις οι οποίες δουλεύουν στην αρχή περιθωριακά και υπόγεια µέχρι να κατακτήσουν µικρά ή µεγάλα ακροατήρια. Αυτό συµβαίνει και αυτή την εποχή µε πολλές ενδιαφέρουσες µουσικές προτάσεις που προσπαθούν να βρουν το δρόμο τους στο φως.
Το νέο και δεύτερό µου άλµπουµ, “Το Τέλος του Χειµώνα”, έρχεται σχετικά κοντά µε το προηγούμενο, την “Άγρια Μέρα”. Μέσα στην περίοδο της καραντίνας, µόλις κατάλαβα ότι θα µας µαντρώσουν για καιρό, είπα πως πρέπει κάτι να κάνω για να αποδράσω από το κελί που ένιωθα να στήνεται τριγύρω.
Έτσι άρχισα να γράφω µε σκοπό να αφήσω πίσω µου τον “χειµώνα” που ζούσαµε τον καιρό εκείνο. Μάζεψα λοιπόν όση αισιοδοξία µου είχε αποµείνει και έγραψα αυτό το άλµπουµ που αν το παρατηρήσει κανείς θα δει πως ακόµα και στις πιο σκοτεινές του στιγµές έχει το µάτι στραµµένο σε ένα καλύτερο µέλλον. Μουσικά, νιώθω παιδί του Μάρκου, του Χατζιδάκι, του Τσιτσάνη, του Τοm Waits, του Γιοβάν Τσαούς, του Νick Cave, του JJ Cale και πολλών ακόμη.
Τόσο ξεχωριστός και αποµονωµένος από την υπόλοιπη µουσική ιστορία µας, όσο ένα κύµα από τη µάνα θάλασσα…