Παρουσίαση του βιβλίου Playback: 33 και 1/3 χρόνια κείμενα του Νίκου Πετρουλάκη

Στο PLAYBACK έχουν συγκεντρωθεί κείμενα που ο Νίκος Πετρουλάκης έχει υπογράψει σαν συνεργάτης, αρχισυντάκτης και διευθυντής κατά καιρούς σε μουσικά έντυπα, εφημερίδες και ιστολόγια παίζοντας το παμπάλαιο και δημοφιλέστατο μεταξύ των μουσικόφιλων, παιχνίδι ο κλέψας του κλέψαντος

BREAKING
 

Στο PLAYBACK έχουν συγκεντρωθεί κείμενα που ο Νίκος Πετρουλάκης έχει υπογράψει σαν συνεργάτης, αρχισυντάκτης και διευθυντής κατά καιρούς σε μουσικά έντυπα, εφημερίδες και ιστολόγια παίζοντας το παμπάλαιο και δημοφιλέστατο μεταξύ των μουσικόφιλων, παιχνίδι ο κλέψας του κλέψαντος

Οι εκδόσεις Πολιτιστική Εταιρεία Κρήτης - Πυξίδα της Πόλης για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων και το βιβλιοπωλείο Zatopek Book Cafe σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου Playback: 33 και 1/3 χρόνια κείμενα του Νίκου Πετρουλάκη την Τετάρτη 29 Ιουνίου και ώρα 20:00 στο βιβλιοπωλείο Zatopek Book Cafe [Παναγή Τσαλδάρη 209, Καλλιθέα, τηλ. 21 1735 1013] Για το βιβλίο και τον συγγραφέα θα μιλήσει ο Σπήλιος Λαμπρόπουλος, ραδιοφωνικός παραγωγός και δημοσιογράφος.

Λίγα λόγια για το βιβλίο:

Στο PLAYBACK έχουν συγκεντρωθεί κείμενα που ο Νίκος Πετρουλάκης έχει υπογράψει σαν συνεργάτης, αρχισυντάκτης και διευθυντής κατά καιρούς σε μουσικά έντυπα, εφημερίδες και ιστολόγια [ΖΟΟ, Ποπ & Ροκ, ΒΗΜΑ, flix.gr, κλπ.] παίζοντας το, παμπάλαιο και δημοφιλέστατο μεταξύ των μουσικόφιλων, παιχνίδι ο κλέψας του κλέψαντος: έμαθε, ή πιο σωστά άκουσε, κάτι από κάποιον και το σφύριξε στον αέρα - απλά το είπε με δικά του λόγια… Κάτι σαν τα ανέκδοτα δηλαδή - ακόμα και τα καλύτερα υποβιβάζονται σε καλούτσικα αν δεν τα πεις καλά…

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου

“Είναι σημαντικό το να υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν με κάθε τρόπο να μεταφέρουν τα μουσικά τους βιώματα στον κόσμο. Σήμερα μάλιστα που η μουσική τους έχει ανάγκη περισσότερο από ποτέ ίσως, ένας από αυτούς είναι και ο Νίκος Πετρουλάκης.”

Aπό τον πρόλογο του Γιάννη Πετρίδη

“Eξομολογήσεις ενός βινυλιομανούς που διαθέτουν πολλά κρυμμένα μυστικά, απίστευτες συμπτώσεις και στιγμιότυπα, μυθεύματα και όνειρα από χρώμιο και βινύλιο. Με τη γνωστή σεμνότητά του, ο Νίκος Πετρουλάκης μας λέει δύο-τρία πράγματα που ξέρει γι’ αυτά, πολύ περισσότερα στην πραγματικότητα.”

Aπό τον πρόλογο της Χίλντας Παπαδημητρίου 

Έγραψαν για το βιβλίο:

“Τα κείμενά του ήταν κι αυτά κομμάτι της προσωπικότητάς του: ζεστά, τρυφερά, χιουμοριστικά. Ξεκινούσαν από μια πανσέληνο, ή από το πώς μυρίζουν οι νεραντζιές στην Νέα Σμύρνη, το βελούδινο σακάκι του Marvin Gaye σ' ένα live ή ένα ανέκδοτο και κατάληγαν σε ένα μοίρασμα για μουσική που σε έκανε να το ακούς - πολύ πριν βάλεις το δίσκο να παίξει. Κι αν αφουγκραζόσουν ανάμεσα στις γραμμές, άκουγες και το γέλιο του.”

Πόλυ Λυκούργου, flix.gr

“Παρά τα όποια κλισέ της φράσης, ο Νίκος Πετρουλάκης αναπνέει μουσική. Μέσα από τις ραδιοφωνικές του εκπομπές, τα δισκάδικα που έτρεξε ανά τα χρόνια, τις δισκογραφικές εταιρείες που υπηρέτησε, μα και τα περιοδικά και ύστερα τα sites στα οποία έχει συνεισφέρει από διάφορα πόστα και κυρίως, με κείμενα…Τα κείμενα που συγκεντρώνονται σε αυτή την έκδοση εκπέμπουν απόλυτα την ιδιοσυγκρασία του υπογράφοντά τους: μια ρομαντική, σχεδόν μυθοπλαστική προσέγγιση στην γραφή μαζί με μια φροντιστική προσοχή στην λεπτομέρεια και την πληροφορία.”

Ελένη Τζαννάτου, kathimerini.gr

“Του αρέσει επίσης η λεπτομερής και ακριβής παράθεση πληροφοριών (μια τάση κι ένα αξεπέραστο χούι των γενιών που έζησαν και μεγάλωσαν χωρίς να κολυμπάνε μέσα σε ωκεανούς διαθέσιμων χρήσιμων και άχρηστων δεδομένων) αλλά δεν στέκεται σε έναν αποστασιοποιημένο εγκυκλοπαιδισμό, είναι της σχολής που προσεγγίζει την μουσική με μια πιο προσωπική ματιά, που αναζητά τον τρόπο που αυτή συμπλέκεται με τα βιώματα μας, του αρέσουν οι ιστορίες για την μουσική και τους ανθρώπους που την/ις γράφουν, ιστορίες πραγματικές που μοιάζουν με φανταστικές αλλά και φανταστικές που μοιάζουν πραγματικές”

Αντώνης Ξαγάς, mic.gr

“Ο Νίκος Πετρουλάκης μπορεί να αναμείξει μια στρωτή, σχεδόν λόγια γραφή με την καθημερινή γλώσσα, μπορεί να δώσει ζωντανούς διαλόγους όπως γίνονται μεταξύ βινυλιομανών σε δισκοπωλεία, μπορεί να βάλει στο παιχνίδι τη σλανγκ, πετυχαίνοντας μέσα από τον ευρύ γλωσσικό πλούτο, μια μοναδική προσωπική γλώσσα. Ίσως μάλιστα αυτός είναι \ο λόγος  που τα κείμενα που συγκεντρώνει στον τόμο “Playback” δεν είναι απολαυστικά στην ανάγνωση τους μόνο από τους φανατικούς της μουσικής, αλλά μπορούν να αγγίξουν και ανθρώπους που κινούνται στα όρια της επικράτειας

Γιώργος Φλωράκης, Τα Νέα

 

                                                                  ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ     

 

Long Live The King [σελ 29] [για τον Elvis Presley]

Μια εκδοχή για το τι πάνω, κάτω και πλαγίως διημείφθη εκείνη τη αποφράδα νύχτα της 15ης προς την 16η  του Αυγούστου του ’77 και βρήκαν τον άνακτα ανάκατα…

Σε κάποιο καλοκαίρι από εκείνα τα παλιά, που ‘ταν πρωί τ’ Αυγούστου κοντά στην ροδαυγή, κατά πως έλεγε και ‘κείνος ο μέθυσος ο ποιητής, ο Μισσισσιππής ξέβραζε τόση κάψα και υγρασία ώστε, καμιά  δεκαπενταριά χιλιόμετρα πιο δεξιά, οι εκτυφλωτικά κροκί πυτζάμες είχαν γίνει ένα με τη δασύμαλλη επιδερμίδα του μοναδικού Βασιλιά που είχαν ποτέ οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής!

Και να ‘ταν μόνον αυτές οι αιτίες’ πράγματι ο θεσμός περνούσε κρίση αλλά ο φορτηγατζής που λιώνοντας το, εξηλεκτρισμένο με έκο, αιχμηρό, οξύθυμο, απελπισμένο και άγουρο βιμπράτο του μέσα σε έξι μικρούς και ένα μεγάλο δίσκο έμαθε στα αμερικανάκια και στα υπόλοιπα παιδαρέλια του πλανήτη περισσότερα από όσα έμαθαν στο σχολείο, είχε έναν ακόμα σωρό από αυτές και το, ξακουστό ως Graceland, ανάκτορο με τα είκοσι και τρία δωμάτια, δεν τον χωρούσε…

Καταρχάς εκείνος ο αναθεματισμένος o πονόδοντος εξακολουθούσε, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες μιας εξάδας Dilaudid, να του υπενθυμίζει την, προ ολίγων μόλις ωρών, επίσκεψη στον ειδυλλιακά αποστειρωμένο χώρο του δόκτορα Lester Hoffman για σφραγίσματα και καθαρισμό.

 Έπειτα το απόγευμα επρόκειτο να πεταχτεί με το ιδιόκτητό του τζετ μέχρι εκείνο το Portland στα βόρεια της Ανατολικής Ακτής απ’ όπου και θα ξεκινούσε την επαύριον, 17 τρέχοντος, έναν ακόμα Γολγοθά δώδεκα εμφανίσεων. Από τον Μάρτιο της περσινής χρονιάς και μέχρι τον περασμένο Ιούνιο έψελνε το τροπάριο δύο - βδομάδες - συναυλίες - δύο - βδομάδες -  ξεκούραση - και - ξανά - μανά - τα ίδια με τέτοια ευλάβεια που ούτε για τα θεία δεν έδειχνε…

Αυτό το παρατεταμένο διάλειμμα των δύο τελευταίων μηνών όμως ήταν κάτι παραπάνω από αναγκαίο καθώς ο πάλαι ποτέ μορφονιός με το λαδωμένο κοκοράκι και το ξετσίπωτο υπογάστριο είχε καταντήσει πια μια πρησμένη σκιά του εαυτού του με θυσανωτές φαβορίτες, ραλιάρικα γυαλιά και καραβίσιες καδένες που φούσκωνε, λουζόταν στον κρύο ιδρώτα, ξεφυσούσε, τρέκλιζε και γλώσσευε την μπέρδα του για όση ώρα ξεψυχούσε βαρύτονα πάνω στη σκηνή ενώ οι χρυσοποίκιλτες φορεσιές και οι ασορτί τεράστιες αγκράφες κούμπωναν πια με τεράστια δυσκολία. [σημ. Αρκετά οδυνηρό για να είναι αληθινό αλλά όταν, κατά την διάρκεια μιας παράστασης, έσκυψε για να ευλογήσει μια θαυμάστρια… άνοιξαν οι ραφές του παντελονιού!]

Εξ’ ίσου επιτακτική όμως ήταν και η επιστροφή στο σανίδι: τα έξοδα, τόσο τα προσωπικά όσο και των αυλοκολάκων, αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο, ο ανταγωνισμός είχε πάρει τα πάνω του με τους Eagles και τους Fleetwood Mac στο εσωτερικό και το punk στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, ενώ εδώ και έναν μήνα η RCA είχε ρίξει στην αγορά το άλμπουμ Moody Blue όπου, με πολύ ζόρι, είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει ζωντανές και στούντιο ηχογραφήσεις της τελευταίας τριετίας! Και στο πάνω - πάνω της γραφής, ακόμα και σε αυτά τα χάλια ο τραγουδιστής που εξακολουθούσε να μη μοιάζει με κανέναν άλλον ήταν στην ευχάριστη θέση να συγκεντρώνει, κατά μέσον όρο, δέκα με δώδεκα χιλιάδες πιστούς σε κάθε του εμφάνιση! [σημ. Με μέση τιμή εισιτηρίου τα 15 δολάρια, σε μια εποχή που ο κατώτερος μισθός ήταν 250 σέντσια την ώρα, ο Βασιλιάς δεν ήταν μόνο μεγαλόκαρδος αλλά και μεγαλοφυής ταυτόχρονα πιάνοντας τοιουτοτρόπως έναν τζίρο από 150 έως 180 χιλιάρικα περίπου σε κάθε παράσταση!]

Σεργιάνι Στης Πάρου Το Λιμάνι [σελ 91]

Τότε που ο Donovan αρμένιζε μεσοπέλαγα των Κυκλάδων κι είχε πλώρα τον καημό, την αγάπη πρίμα κι άλμπουρο τον χωρισμό…

Μια φορά κι έναν καιρό, ένας εικοσάχρονος μόλις έφηβος με ολίγον τι αστεία φάτσα που αυτοπροσδιοριζόταν ως ο “τελευταίος των βρετανών μενεστρέλων” εγκατέλειπε άρον - άρον το κραταιό Ηνωμένο Βασίλειο της, εκ του Οίκου των Ουίνδσορ,  Ελισάβετ της Β’ για να καταλήξει, μεσούντος του Αυγούστου, σε εκείνο, το ανίσχυρο πλην ευλογημένο σε φως, νερό και χώμα, του Οίκου των Γκλύξμπουργκ’ αυτό ακριβώς δηλαδή όπου στον θρόνο καθόταν, εδώ και δυόμισι περίπου χρόνια, ο διάδοχος του Παύλου του Α’, ο Κωνσταντίνος ο Β’ αλλά κουμάντο, όπως πάντα άλλωστε, έκανε η, κατοχυρωμένη ως βασιλομήτωρ πλέον, Φρειδερίκη από το Αννόβερο και του οποίου η πτώση είχε ήδη αρχίσει να προδιαγράφεται καθώς είχε προτιμήσει τότε να ασχοληθεί με την αναχαίτιση τόσο των, και ως… ούφο διασήμων, Αγνώστου Ταυτότητος Ιπτάμενων Αντικειμένων που εισέβαλαν στον εναέριο χώρο του από Ιόνιου πλευρά, όσο και των «ψυχαδελικών», των «νεαρών τοξικομανών με όψιν Μπήτλς» σύμφωνα με την εφημερίδα Ακρόπολις, που πλαγιοκοπούσαν τα κατά τόπους τελωνεία του παρά με την ολοένα αυξανόμενη λαϊκή δυσφορία στο εσωτερικό εξ’ αιτίας, μεταξύ πολλών άλλων, της κωμικοτραγικής υπόθεσης Ασπίδα και της, υπό τον Στέφανο Στεφανόπουλο, τρίτης και φαρμακερής κυβέρνησης των αποστατών.

Άρον - άρον λοιπόν διότι ο Donovan Phillips Leitch, όπως ήταν το πλήρες του όνομα, έφαγε, καπάκι από την χυλόπιτα της Linda Lawrence, και μια πετριά στο δόξα πατρί: η πολλά υποσχόμενη καριέρα του, που είχε πάρει φόρα την προηγούμενη χρονιά με έναν μεγάλο - What’s Bin Did And What’s Bin Hid - και δύο μικρούς - “Catch The Wind”, “Colours” - δίσκους στις πρώτες πέντε θέσεις των καταλόγων με τους ευπώλητους της πατρίδας του, έδειχνε να φτάνει άδικα στο τέλος της καθώς δυο περιπτώσεις που την επηρέαζαν άμεσα - το μπαγλάρωμα για λίγο χορταράκι και η βεντέτα ανάμεσα τις δισκογραφικές ετικέτες Pye και Epic που εκμεταλλεύονταν τα τραγούδια του από την δεξιά και την αριστερή αντίστοιχα όχθη του Ατλαντικού - διεκπεραιώνονταν από ειδικά δικαστήρια σε απελπιστικά αργούς ρυθμούς΄ πολύ κρίμα, μιας και τα, ήδη έτοιμα από τον προηγούμενο Μάιο, ψυχεδελικά παραμύθια του Sunshine Superman όχι μόνον θα τον απήλλασσαν μια και καλή από την ρετσινιά της βρετανικής απάντησης στον Bob Dylan αλλά και θα προφήτευαν πολλά από τα σπουδαία που θα έπονταν αντί να κάθονται και να περιμένουν βασανιστικά το χτύπημα της πρέσας!

Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά αν ήταν η Anita, η σύζυγος του τότε μάνατζέρ του Ashley Kozak με το πατρικό σπίτι στην Αθήνα, ή ο ίδιος ο, συνομιλητής του επιτέλους, κύριος Zimmerman ο οποίος, πριν δύο καλοκαίρια, είχε περάσει μια βδομάδα και κάτι χαζεύοντας πότε τον καταγάλανο αττικό ουρανό και πότε την συννεφιασμένη ομορφιά της Nico, που έκανε τον Donovan να πιστέψει ότι ο 20ος αιώνας δεν είχε μπει ακόμα στην ψωροκώσταινα… Παρά το γεγονός όμως ότι οι ιθαγενείς πρωτευουσιάνοι προσέγγιζαν την βαριά μα πολύ μακρινή πολιτιστική κληρονομιά τους εκ διαμέτρου αντίθετα από τους βαρβάρους που, με το αζημίωτο φυσικά, είχαν αρχίσει ήδη να επελαύνουν, η Αθήνα τελικά δεν ήταν και τόσο πίσω΄ τα μάλα απογοητευμένος λοιπόν ο τροβαδούρος κατέβηκε κάτω στον Πειραιά στο λιμάνι και μετά τού, κατά δύο μήνες μικρότερου και γνωστού ως Gypsy Dave στο μουσικό κύκλωμα, David John Mills -“αυτοκόλλητοι” από την εποχή που, δεκαεξάρικα παιδαρέλια ακόμα, περιφέρονταν μόνα τους ανά τας Ευρώπας τραγουδώντας σε όσους είχαν την διάθεση να σταθούν αντίκρυ τους - μπάρκαραν στον πρώτο σκυλοπνίχτη που βρήκαν μπροστά τους και, με… τσιμινιέρα την ελπίδα, τράβηξαν προς το άγνωστο …

Μισή περίπου μέρα αργότερα αποφάσισαν, άγνωστο πώς, να αποβιβαστούν στο λιμάνι της Καρδιάς, στην Παροικιά της Πάρου και με έναν μάτσο ρούχα, μία κιθάρα, ένα φορητό… πικαποκασσετόφωνο - το πλέον πρόσφατο τότε επίτευγμα του γιαπωνέζικου τεχνολογικού δαιμόνιου - και τρία… long play - εκείνην ακριβώς την δοκιμαστική κόπια του Sunshine Superman που μάταια ο παραγωγός Mickie Most συμβούλευε τον Donovan να μην παίξει για κανένα λόγο στον Paul McCartney, το άρτι κυκλοφορηθέν Revolver των τεσσάρων καλών του φίλων και ένα με μισή ντουζίνα καναδούς πού απήγγειλαν τα ποιήματά τους με προεξάρχοντα κάποιον… Leonard Cohen, μια ακόμα εύθραυστη ψυχούλα που είχε ήδη βρει αποκούμπι σε ένα άλλο ελληνικό νησάκι, την Ύδρα - στον ώμο, χάθηκαν στα μονοπάτια των γαϊδουριών μέχρι που βγήκαν σε ένα χωριουδάκι που συνδύαζε βουνό και θάλασσα!

Αφού βολεύτηκαν λοιπόν σε μια παράγκα, όπου το ακριβότερο αξεσουάρ ήταν μία λάμπα θυέλλης, βάλθηκαν να το παίξουν Ζορμπάς ο τσιγγάνος και Μπάζιλ ο βάρδος: λούζονταν στον ήλιο, πλένονταν στην αρμύρα, σκουπίζονταν στην άμμο, τρέφονταν με ψωμί, ντομάτες και φέτα, ξεδίψαγαν με κρασί, έστηναν παιάνες από τους οποίους οι τιτλοφορημένοι ως “Writer In The Sun” και “There Is A Mountain” τυπώθηκαν αργότερα σε βινύλιο, ξεκαρδίζονταν με τον Αρχίλοχο, μάθαιναν να λαξεύουν την τοπική λίθο, έκαναν τα γλυκά μάτια σε οτιδήποτε γένους θηλυκού τύχαινε στο διάβα τους και ξέδιναν χορεύοντας, αντί του ξακουστού πλέον και κρητικής εκδοχής χασαποσέρβικου, αγέραντο΄ εν ολίγοις ζούσαν μαγικά κι ονειρεμένα …

Workers’ Playtime [σελ 173] [για την ταινία A Hard Day’s Night των Beatles]

Το πρωινό της 10η Ιουλίου του ’64 όχι μόνον διακόσιες χιλιάδες νεαρόκοσμου είχαν στήσει πανηγύρι στα δεκαέξι χιλιόμετρα από το αεροδρόμιο μέχρι το κέντρο του Liverpool για την πρώτη προβολή στην έδρα των Υπέροχων Τεσσάρων της παρθενικής τους εκτύπωσης στα 35 μιλιμέτρ αλλά και τοποθετήθηκε στα ράφια των δισκοπωλείων το για, πολλούς λόγους, σημαντικότερο μέχρι τότε άλμπουμ τους! 

Έχοντας πατήσει και τυπικά τα πόδια τους στην Αμερική από τον προηγούμενο Απρίλη τα Σκαθάρια είχαν βγει στις αγορές με τέτοιον αέρα που δεν δίσταζαν μπροστά σε τίποτα και σε κανέναν! Όποια ριψοκίνδυνη, τολμηρή ή και χαζή ακόμα ιδέα έπεφτε στο τραπέζι πέρναγε αυτόματα στο στάδιο της υλοποίησης  για να πάρει, στη συνέχεια, τα μυαλά μιας νεολαί(ρ)ας που ποθούσε να αποδειχθεί διαφορετική από τις προηγούμενες’ ακόμα και αυτή η περιώνυμη λέξη Beatlemania αδυνατεί να μεταφέρει στο σήμερα το τι ακριβώς συνέβαινε τότε! Μια αυτοπεποίθηση όμως που ελάχιστοι από όσους επέλεγαν να επενδύσουν στην συγκεκριμένη φήμη και πελατεία μοιράζονταν μαζί τους’ εξ’ ου και η πρεμούρα της United Artists να κάνει μια δουλειά μαζί τους στο τσάκα - τσάκα καθώς το είχε σχεδόν σίγουρο ότι όλα αυτά τα πρωτάκουστα, πρωτόγνωρα και πρωτοφανή θα παρασύρονταν από τα επόμενα πρωτοβρόχια στους υπονόμους…   Όλον τον Μάρτιο - άντε και τον μισό Απρίλη μάξιμουμ - συν διακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ και ούτε σέντσι παραπάνω είχε στην διάθεση του ο Richard Lester ώστε να αποθηκεύσει σε ασπρόμαυρες μπομπίνες των ογδόντα πέντε λεπτών δύο σκληρά δουλεμένες μέρες, παρέα φυσικά με τις πτώμα στην κούραση νύχτες τους, από την καθημερινότητα των Beatles! Που ήταν και αφόρητα πληκτική η ριμάδα:  να τρέχεις να χωθείς στο τραίνο όχι γιατί φοβάσαι ότι θα το χάσεις αλλά επειδή έχεις στο κατόπι σου μια αγέλη από λυσσασμένες μαθήτριες, να φτάνεις λαχανιασμένος στη  συνέντευξη τύπου όχι επειδή έχεις αργήσει αλλά επειδή  σε κυνηγούν και πάλι αυτές οι τρελαμένες οι λεγάμενες και να σπινιάρεις σαν τον Βέγγο γιατί έχεις χάσει - ποιόν άλλον; - τον ντράμερ και να τον βρίσκεις λίγο πριν ξεκινήσει η συναυλία! Τελικά παίζοντας τους εαυτούς τους με θαυμαστή άνεση και, το σπουδαιότερο, διασκεδάζοντας το οι Beatles θριάμβεψαν και στο box office αποσβένοντας την παραπάνω επένδυση περί τις… εξήντα φορές με χίλιες εξακόσιες περίπου κόπιες να πηγαινοέρχονται από αίθουσα σε αίθουσα!

Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο βέβαια αλλά την εργατική  τάξη την έστελνε κανονικά στον παράδεισο  - με αλέ - ρετούρ εισιτήριο φυσικά αλλά όσο απολάμβανε τη μυσταγωγία της σκοτεινής αίθουσας δεν μπορούσε παρά να συμφωνήσει ότι είναι προτιμότερο, όσον αφορούσε στους άρρενες, να χέζεσαι στη σκηνή από τον φόβο μπας και, πριν λιποθυμήσουν, προλάβουν να σε κατασπαράξουν όλα αυτά τα σεληνιασμένα κοριτσόπουλα από κάτω παρά να λιώνεις πάνω από τον τόρνο με τα γρέζια να σε πετσοκόβουν και να σε τσουρουφλίζουν ή, για τα θήλεα, να τρως την κατσάδα  των γονιών σου που νταραβερίζεσαι με μαλλιάδες από το να σε πρήζουν όλες αυτές οι καρακάξες που δεν μπορούν να βρουν παπούτσι στο νούμερο τους… Παράλληλα ήταν μια από τις πρώτες σοβαρές απόπειρες ώστε η pop φιλμογραφία να αποκτήσει το δικό της όχι μόνον ύφος αλλά και κύρος’ την μεγαλύτερη δε επιβράβευση για τους συντελεστές  πρέπει να αποτέλεσε η αναπάντεχη  αβροφροσύνη εκ μέρους του, κριτικού του Village Voice, Andrew Sarris που το χαρακτήρισε ως “Ο Πολίτης Κέιν για τα μιούζικαλ των τζουκ μποξ”! Καθόλου άσχημα λοιπόν για μια ταινία που η πατρότητα του τίτλου πιστώθηκε στον Ringo όταν, κάποιο βράδυ που εγκατέλειπαν το στούντιο για να επιστρέψουν την επόμενη,  γύρισε και είπε με την χαρακτηριστική αφέλεια του ”It’s been a hard day’s night, that was!” κάνοντας όλους, πλην ενός, να αναστενάξουν με ανακούφιση’ επιτέλους είχε βρεθεί κάτι αδιαπραγμάτευτα καλύτερο από το What Little Old Man? που είχε κολλήσει στον Paul… [σημ. Αυτός ίσως να είναι και ο λόγος που ο πιο τυχερός τυμπανιστής στον πλανήτη έχει πάρει επάνω του όλες τις προωθητικές ενέργειες που απαιτεί αυτή η ψηφιακά επεξεργασμένη και ανακαινισμένη επετειακή έκδοση του A Hard Day’s Night που κυκλοφορεί σε Blu - ray και DVD την 21η του Ιουλίου’ μεταξύ αυτών δε και η επαναπροβολή της σε σινεμά ανά την υφήλιο.]

Το αγαπημένο t-shirt της Patti Smith [σελ.227]

Όταν κοιτάς από κοντά μοιάζει ο Keith Richards με ζωγραφιά, για να παραφράσω μια προ τεσσαρακονταετίας ημεδαπή παραλλαγή του “What A Wonderful World” του Louis Armstrong΄ φτιαγμένη όμως από χέρι μικρού παιδιού, πραγματική καρικατούρα...

Η ανάμνηση έχει καταγραφεί στο συνειδητό με το περίσσιο δέος που αρμόζει σε μια  τέτοια περίσταση αλλά εκείνο το απόγευμα του Σεπτέμβρη του ’98, λίγο πριν τη δεύτερη εμφάνιση των Rolling Stones επί αθηναϊκού εδάφους, βρισκόμουν στα σπλάχνα του Ολυμπιακού Σταδίου και σε απόσταση αναπνοής από αυτόν τον, παρά το... 1,78 που αναγράφεται στο διαβατήριό του, τσιλιβήθρα ηλικίας  πενήντα πέντε ετών με μαντήλι - επίδεσμο γύρω από το κεφάλι για να ξεγελάει παρά να αποθαρρύνει το γκρίζο φευγιό καθώς και τα κακά μαντάτα που το ακολουθούν και ασημένιους κρίκους κρεμασμένους από τα αυτιά’ σκούρα γυαλιά που ναι μεν έκρυβαν τα χωρίς (;) ρίμελ μάτια αλλά έκαναν τις ρυτίδες που είχαν ήδη στήσει γλέντι τρικούβερτο στη  φάτσα του να φαίνονται ακόμα πιο βαθιές’ άσπρο... γαμπριάτικο πουκάμισο με σηκωμένα τα μανίκια και ορθάνοιχτο ώστε να πιστοποιεί την απουσία μπάκας΄ σάλι από μετάξι στους ώμους, μαύρο κουτσαβάκικο γιλέκο και ασορτί παντελονιά, μισογεμάτη με ένα κωλαράκι ίσα με μια χούφτα και μπούτια πιο λεπτά κι από μπράτσα, και μπρονζέ αθλητικά παπούτσια’ συν τα απαραίτητα αξεσουάρ δαχτυλίδι - νεκροκεφαλή και βραχιόλι - αλυσίδα καθώς και το γεγονός ότι ήταν μέσα στο χαβαλέ.

Τρέμοντας από το τρακ έσφιξα τα στραβωμένα από τους ρευματισμούς δάχτυλα και αναρωτιόμουν πώς καταφέρνει να σφίγγει την πένα και να στραγγαλίζει τις χορδές πάνω στα τάστα της Telecaster – η οποία παρεμπιπτόντως του πάει πολύ - όταν κεντά αυτά τα ανεπανάληπτα ακόρντα’  τα οποία μάλιστα τοποθετεί με τέτοιο τρόπο σε απόλυτα κενά αέρος κάνοντάς τα να ακούγονται ακόμα πιο εντυπωσιακά!

“Nice to meet you”

ψέλλισα, και μετά σιωπή...  Άσε καλύτερα, σκέφτηκα, λίγα λόγια γιατί μπορεί να παρασυρθώ και να πετάξω καμιά βλακεία και να εισπράξω κατάμουτρα καμιά ροχάλα του στυλ

 “πόσων χρονών ήσουν όταν εγώ έτρωγα φάπες από τον Muddy Waters στο Σικάγο το ’64 ή βρισκόμουν στην πρώτη σειρά όταν έπαιζε ο Otis Redding στο Λονδίνο το ’67;”.

“My pleasure”

απάντησε με αυτή τη γνώριμη φάλτσα αγριοφωνάρα με την οποία εξακολουθεί να τραγουδά αυτό το κουρέλι που γύρισε από εκεί που ακόμα και τα φράγκα είναι δύσκολο να σε φέρουν πίσω και κατευθύνθηκε προς τον επόμενο υπερτυχερό παρευρισκόμενο. Καθώς απομακρυνόταν μπόρεσα μάλιστα να διαβάσω και τη σκέψη του:

“ένας καριόλης λιγότερος”...

Six Appeal [σελ 329]

Mε χρονολογική σειρά από το χθες προς το σήμερα, έξι βιογραφίες όπου μια πολύ λεπτή, έως και δυσδιάκριτη, γραμμή χώριζε τον μουσικό από τον ηθοποιό…

The Bird (’88) [για τον Charlie Parker]

Οι jazz μύθοι υποστηρίζουν ότι το Πουλί ή σε θλίψη ή σε πτήση ή σε στύση ή σε χρήση  θα το πετύχαινες΄ και ο Clint Eastwood - που καταχωρείται στην δεύτερη περίπτωση καθώς, 16χρονος ων, είχε παρευρεθεί στη στάση της περιοδείας Jazz at the Philharmonic στο Όουκλαντ το ‘46 - επιβεβαιώνει, και με το παραπάνω μάλιστα, στο Bird και τις τέσσερις!

Κάτι που δεν θα είχε κατορθώσει χωρίς το φυσικό και εκφραστικό τονάζ του Forest Whitaker που, δασκαλεμένος αλλά και ντουμπλαρισμένος από τον καπάτσο πλην αδικημένο ιεραρχικά σαξοφωνίστα Charles McPherson, μετουσιώνεται - με δεδομένη μάλιστα την έλλειψη, ικανοποιητικού σε ποσότητα, αρχειακού οπτικού υλικού - σε μια, πιο αληθινή και από την πραγματική ακόμα, εκδοχή του πλέον ρηξικέλευθου παίχτη στην εξέλιξη της τζαζ!

Race with the Devil [σελ 407]

Το μόνο που δεν ήθελε με τίποτα ο Gene Vincent στην άπονη ζωή του ήταν  να δώσει στον Διάβολο, με τον οποίον ήταν σε συνεχή κόντρα, την ικανοποίηση ότι τα ‘κλασε…

Η πρώτη φορά που ο Gene Vincent βρέθηκε αντιμέτωπος με το Διάβολο ήταν το '55, όταν ο ένας ήταν καβάλα στη μηχανή του και ο άλλος στο κορμί μίας γυναίκας που πέρασε με κόκκινο, με αποτέλεσμα ο Διάβολος να μείνει με την ικανοποίηση και ο Vincent με το αριστερό πόδι σακάτικο για την υπόλοιπη ζωή του!

Η δεύτερη φορά ήταν μόλις ένα χρόνο αργότερα, σε ένα στούντιο ηχογράφησης. Αυτή τη φορά όμως ο Vincent είναι προετοιμασμένος για τα πάντα. Φοράει λευκό σατέν πουκάμισο, λευκό φουλάρι, μαύρο παντελόνι, λευκές κάλτσες, μαύρα παπούτσια και νιώθει ασήκωτη την μπριγιαντίνη στα μαλλιά, καυτό τον πυρετό στα μάτια, σφιχτό τον κόμπο στο στομάχι, πηχτό τον ιδρώτα στη ραχοκοκαλιά, ανυπόμονο και αφόρητο τον πόνο στο πόδι. Στηριγμένος στο μικρόφωνο με το δεξί πόδι λυγισμένο μπροστά και το άλλο - το σακάτικο που οι λάμες κρατούν ίσιο σαν στειλιάρι - πίσω, το σώμα τσακισμένο, το βλέμμα ψηλά, ανοίγει το στόμα και πέφτουν μπαγιάτικη τερηδόνα, ξινισμένο κρασί και μια χούφτα λέξεις που είχε μόλις ξαφρίσει από ένα κακομοίρη αντί του ευτελούς ποσού των είκοσι πέντε δολαρίων και... voila: "Be - Bop - A - Lula"!

Ο Vincent έμεινε στην ιστορία και ο Διάβολος με την ουρά στα σκέλια. Ακολούθησαν και άλλες, πολλές συναντήσεις τα επόμενα χρόνια, είτε σε πολύβουα κακόφημα νυχτερινά στέκια είτε σε ξεχαρβαλωμένα κρεβάτια φθηνών ξενοδοχείων. Και ο Vincent την έβγαζε πάντα καθαρή. Ακόμα και το '60 στο Λονδίνο, όταν ο Διάβολος, πάνω στον ενθουσιασμό του, πήρε μαζί του κατά λάθος στον κάτω κόσμο τον άτυχο τον Eddie Cochran, που στα πάνω - πάνω της γραφής, δεν έφταιγε και  σε τίποτα…

Η τελευταία φορά που συναντήθηκαν οι δυο τους ήταν τον Οκτώβριο του '71, όταν αποφάσισαν να ξεκαθαρίσουν μια και καλή τους λογαριασμούς μεταξύ τους. Ούτε μηχανές ούτε αυτοκίνητα ούτε πιστόλια ούτε μαχαίρια - παρά μόνον οινόπνευμα. Μέχρι σκασμού. Κέρναγε ο ένας, έπινε ο άλλος. Επί τρεις μέρες. Συνεχώς. Και κανείς δεν μπορεί να μου βγάλει από το μυαλό ότι ο Gene Vincent θα τα κατάφερνε. Αν δεν τον πρόδιδε το έλκος του...

BREAKING MUSIC