Η Κατερίνα Κυρμιζή γράφει στο loaded, με αφορμή το τραγούδι «Η μπαλάντα της μάνας»
Υπάρχουν δυο τρόποι να βλέπουμε ανθρώπους, αντικείμενα, φύση και καταστάσεις: ο ανιδιοτελής και ο χρησιμοθηρικός. Αυτός ο διαχωρισμός πρέπει να έχει την αρχή του από πολύ παλιά. Πιθανόν από τη στιγμή που ο άνθρωπος συνειδητοποίησε την καταστροφική του δύναμη και την φοβήθηκε. Περίβαλε τότε την μάνα με ιερότητα αντισταθμιστική. Με την ανιδιοτέλεια της αγάπης της να προφυλάσσει την κοινωνία μας από την χρεωκοπία στην οποία οδηγούμαστε από την κερδοσκοπική μας φύση και το ωφελιμιστικό μας πάθος.
Υπάρχουν πολλά τραγούδια που υμνούν τη μάνα και την αγάπη της. Συνήθως αυτό γίνεται από τη σκοπιά του παιδιού. Λιγότερα είναι τα τραγούδια όπου στους στίχους βλέπουμε τη σκοπιά της μάνας για το παιδί της. Ελάχιστα είναι όμως τα τραγούδια που μια μάνα νανουρίζει μοιρολογώντας το νεκρό παιδί της.
Είχα αυτήν τη σπάνια τύχη να τραγουδήσω ένα τέτοιο «ακριβό» τραγούδι σε ποίηση Μελισσάνθης και εξαιρετική μελοποίηση κι ενορχήστρωση/παραγωγή Νίκου Γρηγοριάδη, στον δίσκο του «Ο Βασιλιάς Της Λύπης».
Ομολογώ πως στάθηκα απροετοίμαστη μπροστά στο μικρόφωνο όταν έπρεπε να κάνω μια δοκιμαστική φωνή. Όταν στον τρίτο στίχο της πρώτης στροφής συνειδητοποίησα τι συμβαίνει άρχισα να κλαίω βουβά. Τραγούδησα με τα δάκρυα να κυλούν, την φωνή να τρέμει αλλά ταυτόχρονα με δύναμη εσωτερική και μυστηριώδη.
Έγινα μεμιάς χαροκαμένη γριά που η θάλασσα μου άρπαξε τον ναυτικό γιό μου. Έγινα προσφυγοπούλα που η θάλασσα έπνιξε τα μωρά μου στο δρόμο μας για μια καλύτερη ζωή. Μοιρολόγησα νανουρίζοντας την χαμένη ελπίδα, την χαμένη χαρά και το χαμένο το φως των ματιών μου.
Δεν πίστευα ότι γίνεται, ότι μπορούσα να το κάνω, αλλά έγινε! Με τη δύναμη της μάνας. Και τόσο έντονα και καθοριστικά που δεν χρειάστηκε να το ξανατραγουδήσω «κανονικά» για να κυκλοφορήσει.
Θα έχω να το λέω όταν γεράσω: Κάποτε τραγούδησα μια κι έξω την «Μπαλάντα Της Μάνας». Ακούστε πώς κλαίω τραγουδώντας!