Η συγγραφέας Σοφία Αδαμίδου μοιράζεται μαζί μας ιστορίες από το βιβλίο της "Πότε ντόρτια πότε εξάρες" για την Σωτηρία Μπέλλου
Το 2021, συμπληρώνται 100 χρόνια από τη γέννηση της Σωτηρίας Μπέλλου.
Η βιογραφία της Σωτηρίας Μπέλλου από τη συγγγραφέα Σοφία Αδαμίδου με τίτλο «Πότε ντόρτια πότε εξάρες», επανεκδίδεται και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αγγελάκη.
Μέσα από διηγήσεις, της ίδιας αλλά και ανθρώπων που τη γνώρισαν, με το πλούσιο φωτογραφικό υλικό και ντοκουμέντα, φωτίζεται η πολυτάραχη ζωή της, οι αγωνίες, οι αγώνες για την επιβίωσή της, αλλά και οι κοινωνικοί αγώνες της, οι πίκρες, αλλά και οι χαρές μιας σπουδαίας καριέρας.
Η Σοφία Αδαμίδου, μοιράζεται μαζί μας αποσπάσματα του βιβλίου.
Τα μάτια, τα δικά σου μάτια
τα μάτια που έχουν τόση γλύκα
στο λέω καθαρά, άλλα δε βρήκα
χωρίς εσένα δε θέλω ούτε παλάτια
για μένα ο κόσμος είναι τα δύο σου τα μάτια
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ
μα ντρέπομαι να σου το πω...
«Αυτό ήταν το τραγούδι που με άκουσε ο Τσιτσάνης. Ε, αυτό ήταν. Δώσαμε ραντεβού και οι τρεις στου Καπετανάκη το σπίτι. Έχει το μπουζούκι μαζί του ο Βασίλης και αρχίζει να παίζει διάφορα τραγούδια από διαφορετικούς τόνους για να βρει τον δικό μου τόνο. Έτσι, λοιπόν, έφτιαξε ένα δίσκο για μένα ο Βασίλης με δύο τραγούδια. Το "Όταν πίνεις στην ταβέρνα" με στίχους του Τσιτσάνη και "Το παιδί που είχες φίλο" με στίχους του Καπετανάκη».
Ο Τσιτσάνης της έδωσε τους στίχους και της είπε μόλις τους μάθαινε να πάει στο σπίτι του να την ακούσει. Έτσι και έγινε. Δώσανε πάλι ραντεβού, στο σπίτι του Τσιτσάνη, αυτή τη φορά, στην Αχαρνών. Έκαναν κάποιες πρόβες μέχρι αργά το βράδυ και την άλλη μέρα θα πήγαιναν για φωνοληψία. Ήταν πολύ αργά, σχεδόν ξημερώματα όταν τελείωσαν την πρόβα.
"Την άλλη μέρα, λοιπόν, πήγαμε για φωνοληψία, στην Κολούμπια. Η Κολούμπια ήταν τότε στην οδό Λυκούργου. Αρμόδιος ήταν ο Σέμσης, ο Σαλονικιός που λέγανε με το βιολί και ο Μηλιόπουλος, με τους οποίους είχε συμφωνήσει ο Βασίλης για να βγάλουμε το δίσκο. Τότε στην Κολούμπια είχαν μόνο μια τραγουδίστρια, την Ιωάννα Γεωργακοπούλου, μια πολύ μεγάλη τραγουδίστρια, μου άρεσε πολύ εμένα. Όταν βγήκε ο πρώτος μου δίσκος έγινε χαλασμός. Μεγάλη επιτυχία. Ήταν αρχές του 1947».
«Το δεύτερο τραγούδι, «Το παιδί που είχες φίλο» «λίγο έλειψε να μας το κόψουν. Η λογοκρισία εκείνη την εποχή έδινε και έπαιρνε. Φοβεροί μέχρι τρέλας. Πίσω από κάθε λέξη έψαχναν μήπως κάτι εννοούσες. Μήπως κάποια λέξη ήταν κάποιο σύνθημα. Και υπήρχαν βέβαια τραγούδια συνθηματικά που άλλα τα έπιαναν και άλλα όχι. Τι είχε το συγκεκριμένο τραγούδι και θέλανε να το κόψουν ποτέ μου δεν το κατάλαβα, ούτε ο Βασίλης μπορούσε να το καταλάβει. Δεν υπήρχε κανένα υπονοούμενο. Τέλος πάντων, πεισθήκανε, τους έπεισε ο Βασίλης δεν θυμάμαι πάντως, το είπα. Και τα δύο στη Μάστερ Βόις που ανήκε στην Κολούμπια και σκίσανε και τα δύο. Αλλά και όποιο τραγούδι είπα του Τσιτσάνη στη συνέχεια έσκιζε και όπου τραγουδήσαμε μαζί χαμός έγινε».
Αυτά ήταν, λοιπόν, τα δύο τραγούδια με τα οποία ξεκίνησε μια καριέρα που έμελλε να είναι άλλοτε λαμπρή και άλλοτε «μουτζουρωμένη» έως «σβησμένη» από τον χάρτη της μουσικής σκηνής.
Όταν αγρίευε ήταν να τη φοβάσαι. Ο «τσαμπουκάς» της προκαλούσε τους άνδρες συναδέλφους της. Λίγοι ήταν εκείνοι που ανέχονται αυτόν τον «Θηλυκό σατράπη». Δεν το έκανε για να προκαλεί. Ήταν αυθεντική. Ούτε φοβόταν την αντίδραση των άλλων κι ας είχε πληρώσει κάποιες φορές τον «τσαμπουκά» της.
Ο Παπαϊωάννου μη μπορώντας να τα βγάλει πέρα μαζί της και με την ευγένεια που τον διέκρινε, το μόνο που μπορούσε να της πει ήταν:
"Τέτοιο σατράπη θηλυκό σαν κι εσένα δεν έχω ξανασυναντήσει".
Μετά από λίγες μέρες, ο Παπαϊωάννου ξαναπηγαίνει στο μαγαζί.
"Έλα ρε Σωτηρία να πιούμε ένα ποτηράκι να πάνε κάτω τα φαρμάκια" της είπε ο Παπαϊωάννου.
Εκεί που τα πίνανε της λέει: "Ξέρεις, κάτι, τον σατράπη θηλυκό τον έκανα τραγούδι. Το έχω έτοιμο. Το 'χω φτιάξει για τη φωνή σου".
"Είδες; Για ρίχτο".
Και της το 'ριξε:
Ένας σατράπης θηλυκός
μας ήρθε μελαγχολικός
και λέει παίξε Γιάννη
ρίξε μου μια γλυκιά πενιά
σ’ αυτό τον ψεύτικο ντουνιά
ο πόνος μου να γιάνε
Ήμουν λουλούδι του μπαξέ
πιο όμορφη από μενεξέ
μ' αυτός μ’ έχει λαβώσει
θέλω κρασί πολύ να πιώ
και σουρωμένη να τον βρω
για να μου το πληρώσει
Μετά από λίγο καιρό ηχογράφησαν με τον Παπαϊωάννου τον «Θηλυκό Σατράπη» και έγινε μεγάλη επιτυχία, όπως τα περισσότερα τραγούδια που είπε.
«Άλλωστε τα τραγούδια τότε έτσι γραφόταν. Αυθόρμητα, μέσα από την καρδιά μας, από τη ζωή μας και τη ζωή του κόσμου, από τα βάσανά και τους καημούς του. Μια στιγμή πλάκας, μια στιγμή έρωτα, στιγμές φτώχειας ή κάποιος πόνος από απιστία ή απάτη μπορούσε να γίνει τραγούδι και να αφορά όλους».
Με τον Ηλία Ανδριόπουλο γνωρίστηκαν σε μια συναυλία του στο Παναθηναϊκό Στάδιο τον Ιούλιο του 1979. Στη συναυλία συμμετείχαν η Μοσχολιού, ο Μπιθικώτσης, ο Καλογιάννης, η Πρωτοψάλτη. Η Σωτηρία συμμετείχε τιμητικά και τραγούδησε τέσσερα ρεμπέτικα.
«Όταν εμφανίστηκε η Σωτηρία, θυμάται ο Ηλίας Ανδριόπουλος, το στάδιο σηκώθηκε κυριολεκτικά στον αέρα. Χάλασε ο κόσμος. Ένας ενθουσιασμός απίστευτος. Η απήχησή της στο κοινό ήταν τεράστια».
Εκείνη την εποχή ο Ηλίας Ανδριόπουλος είχε ετοιμάσει μέρος του υλικού "Λαϊκά Προάστια" με στίχους του Μπουρμπούλη. Μάλιστα στη συναυλία το "Μην κλαις" και κάποιο άλλο κομμάτι τα ερμήνευσε η Βίκυ Μοσχολιού. Ο Ανδριόπουλος δεν είχε καταλήξει σε ερμηνευτή. Είχε προτείνει, πριν λίγο καιρό, στον Αλέκο Πατσιφά να τα ερμηνεύσει η Μπέλλου, αλλά ο Πατσιφάς ήταν διστακτικός. Ο Ηλίας Ανδριόπουλος το ίδιο βράδυ της συναυλίας, προτείνει στη Σωτηρία να ερμηνεύσει τα τραγούδια που ετοίμαζε. "Βεβαίως" -είπε εκείνη. "Αλλά να δούμε, αν μου πάνε, τι κομμάτια είναι".
Ο Ηλίας Ανδριόπουλος της δίνει το τηλέφωνό του και την παρακαλεί να επικοινωνήσουν. Την άλλη μέρα του τηλεφωνεί και συναντιόνται στο σπίτι του στα Άνω Ιλίσια. Άκουσε τα τραγούδια, τα οποία της άρεσαν πολύ.
«Εκεί διέκρινα», λέει ο Ηλίας Ανδριόπουλος, «ένα παράπονο που δεν της είχε δοθεί η ευκαιρία να μεταπηδήσει στο έντεχνο. Το είδε με πολύ ενθουσιασμό. Στην αρχή ο Αλέκος Πατσιφάς δεν ήθελε να τα πει η Μπέλλου και κάποια στιγμή το κατάλαβε κι εκείνη γιατί καθυστερούσαμε να μπούμε στο στούντιο. Και ο λόγος ήταν ότι είχε τραγουδήσει σε κάποιους δίσκους που δεν είχαν εμπορική επιτυχία. Εγώ επέμενα. Δεν της το έλεγα γιατί ήταν ικανή να τα κάνει γης μαδιάμ όλα".
Κάποια στιγμή υποχώρησε ο Πατσιφάς και του είπε "εντάξει, αλλά να δεις ότι θα δικαιωθώ".
"Μετά τα Χριστούγεννα όχι μόνο άρχισε να πουλάει, θυμάται ο Ηλίας Ανδριόπουλος, αλλά πήγε ανέλπιστα καλά. Κάποια στιγμή όταν είδε ότι πουλούσε μου λέει ο Πατσιφάς "είχες δίκιο στο αναγνωρίζω. Εγώ είχα άδικο. Το ομολογώ". Ήταν μια θαρραλέα διαπίστωση του Πατσιφά.
Το 1972 ο Διονύσης Σαββόπουλος είχε γράψει το "Ζεϊμπέκικο" και το 1974 ζητά από τον Πατσιφά να μεσολαβήσει για να το ερμηνεύσει η Σωτηρία.
«Πράγματι», θυμάται ο Διονύσης Σαββόπουλος, «ήρθε στο στούντιο της Κολούμπια, η Σωτηρία, η οποία είχε μάθει το τραγούδι με τη Μαργαρώνη την πιανίστα του Τσιτσάνη. Δεν είχα ανακατευτεί καθόλου στην εκμάθηση. Ήρθε, λοιπόν, στο στούντιο, μπήκε μέσα το τραγούδησε και το τραγούδησε έξοχα. Έμεινα συγκινημένος. Έλεγα μέσα μου να επιτέλους κατάφερα κι εγώ να γράψω ένα λαϊκό κομμάτι. Βγήκε από το στούντιο και μου λέει αχ ρε Διονύση μ’ έκανες και τραγούδησα ροκ. Κόκαλο εγώ».