Το 2014, το περιοδικό Μετρονόμος είχε αφιερώσει το τεύχος 54 Οκτώβριος - Δεκέμβριος, στον Γιάννη Σπανό. Μεταξύ άλλων στο αφιέρωμα είχε συμπεριληφθεί ένα κείμενο του Παντελή Θαλασσινού το οποίο αναδημοσιεύει το loaded.gr
Παντελής Θαλασσινός
Όσο κι αν προσπαθήσω να γράψω κάτι για τον Γιάννη, θα είναι λίγο και ελλιπές. Γιατί ο θαυμασμός μου γι’ αυτόν με κάνει να αισθάνομαι κουκίδα, κι επίσης βουβός και αγράμματος.
Έχει κερδίσει μέσα στις συνειδήσεις όλων μας μια θέση, τον συγκαταλέγουμε στα «όμορφα» και στα «ξεχωριστά». Στους προικισμένους, στους ευαίσθητους, στους μεγάλους μας συνθέτες. Αυτή η διάκριση γίνεται ακόμη μεγαλύτερη επειδή το ελληνικό τραγούδι είναι ξεχωριστή σελίδα πολιτισμού, ειδικά όταν έχεις επίγνωση του φορτίου τού λόγου που κουβαλά.
Τα τραγούδια του με μεγάλωσαν, όπως και άλλες γενιές πριν και μετά από ’μένα. Συνέχισε τους συνθέτες της μελωδίας, όπως ο Αττίκ και ο Χατζιδάκις. Ο Γιάννης Σπανός είναι ο συνθέτης της μελωδίας. Οι μελωδίες του έφεραν ένα καινούργιο μεγάλο ρεύμα στην ελληνική μουσική, αλλά ο ίδιος δεν έχασε ποτέ τη λαϊκότητά του. (Μην αραδιάσω λαϊκά-ύμνους που έγραψε. Τα ξέρουμε και θα σας φάω και τις ατάκες. Χα, χα…)
Ο Γιάννης σίγουρα δεν έχει πάρει τη θέση που θα έπρεπε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και στα ψευτοπρωταθλήματα των τηλεοράσεων. Πιστεύω πως δεν τον ένοιαξε ποτέ. Ίσως γιατί ως άνθρωπος είναι αθόρυβος, δεν είναι ματαιόδοξος και δεν τον ενδιαφέρει η υστεροφημία. Δεν τρέχει από ’δώ κι από εκεί για να δικαιολογήσει την παρουσία του στην ελληνική μουσική, όπως κάποιοι άλλοι. Είναι δομικό υλικό της από μόνος του.
Όλα τα βλέπει με χιούμορ και χαλαρά. Άκουσα κάποτε πως πριν εμφανιστεί για πρώτη φορά στο Ηρώδειο (κι αυτό έγινε πρόσφατα) το είχε ζητήσει τουλάχιστον τρεις φορές και του το είχαν αρνηθεί. Κάτι που δεν συνέβη σε άλλους ομότεχνούς του συνθέτες αλλά και τραγουδιστές -που πολλοί απ’ αυτούς είναι μαϊμούδες- με περγαμηνές τα «κονέ», και τα «δόντια» στα πολιτικά γραφεία. Όμως κανείς δεν το έμαθε. Δεν γυρνάει από ’δώ κι από εκεί να διαμαρτύρεται και να παραπονιέται.
Δίνει αξία στις φιλίες του, τις τιμά και έχει λόγο. Οι συνεργασίες μαζί του είναι σαν παιχνίδι, με άφθονο χρόνο για συζήτηση, με βόλτες για φαγητό και γενικώς για καλοπέραση.
Στη δουλειά δεν κλείνεται ποτέ στο καμαρίνι του περιμένοντας την ώρα για να βγει στο κοινό. Δεν θέλει να μεγαλώνει την απόσταση απ τον ακροατή, να εντυπωσιάσει ή να δειχτεί. Αφήνει τα τεράστια τραγούδια του να ακούγονται και εσύ να αναρωτιέσαι πότε κάθεται και τα γράφει. Θα τον βρεις πάντα στο μπαρ να παρακολουθεί το υπόλοιπο πρόγραμμα. Και όταν ανέβει, είναι σαν να ήταν επάνω. Απλώς το συνεχίζει. Έχει τη φήμη τού πιο προσιτού ανθρώπου. Μπορεί και τον πλησιάζει ο οποιοσδήποτε να του μιλήσει, μέχρι και να πούνε ανέκδοτα. Χρειάζεται μεγάλη μαγκιά να μπορείς να συναναστρέφεσαι με τον κάθε άγνωστο άνθρωπο και να γίνεσαι φίλος του.
Από αφηγήσεις παλαιών και νέων, μεγάλων και μικρών τραγουδιστών, είναι γενναιόδωρος. Δεν υπάρχουν τραγουδιστές που να τραγούδησαν μαζί του που να μην τους έκανε έστω έναν δίσκο.
Τελευταία άκουσα μια δουλειά του που μελοποίησε Καβάφη, με τραγουδιστή τον Μανώλη Μητσιά (άλλος ένας που θαυμάζω). Ίσως είναι η καλύτερη μελοποίηση που έχω ακούσει στον Καβάφη, καθότι δύσκολος. Επίσης είναι από τους πρώτους συνθέτες που τόλμησαν να μελοποιήσουν ερωτική ποίηση με επιτυχία. Σας θυμίζω τι έγινε με τις Ανθολογίες του.
Γενικώς, ο Γιάννης ό,τι κάνει το κάνει γιατί το γουστάρει, και αυτό αποτυπώνει την αλήθεια. Αυτή την αλήθεια που ψάχνουμε στα χιλιάδες τραγούδια που κυκλοφορούν και αναρωτιόμαστε τι φταίει.
Είναι απ’ τους ανθρώπους εκείνους που σπάνια μιλάνε για ψύλλου πήδημα. Απόδειξη πως οι συνεντεύξεις του πρέπει να μετριούνται στα δάχτυλα του χεριού.
Είναι χαλαρός και σίγουρος.
Ε, άμα είχα τόσο ταλέντο, κι εγώ χαλαρός θα ’μουνα!
Ευχαριστούμε θερμά τον εκδότη του Μετρονόμου Θανάση Συλιβό για την παραχώρηση του κειμένου.
Η φωτογραφία του εξωφύλλου είναι του Τάκη Πανανίδη