Ο Wim Mertens, εκτός από συνθέτης, πιανίστας, κιθαρίστας, τραγουδιστής, είναι και μουσικολόγος. Και αυτό νομίζω τα λέει όλα.
Του Αντρέα Μαντά
Ιδού λοιπόν δέκα λόγοι για να πάμε να τον δούμε. Νομίζω ότι και ένας αρκεί. Και ας είναι η σειρά είναι λίγο... προσωπική.
1. Το soundtrack της ταινίας του Piotr Andrejew, Shadow Man, τη μουσική της οποίας είχε συνυπογράψει με τον Glenn Branca. Τη σπουδαιότητα του τελευταίου θα την «καταλάβαινα» αρκετά χρόνια αργότερα. Αυτό ήταν και το πρώτο πράγμα που άκουσα από τον Mertens, λίγο πριν την εφηβεία μου, από μια κασέτα που έπεσε στα χέρια μου, κατά τύχη.
2. Για ένα άλλο soundtrack. Υπέροχο. Αγαπημένης ταινίας και σκηνοθέτη. Το The Belly of an Architect, του Peter Greenaway.
3. Για το βιβλίο του American Minimal Music. Ένα βιβλίο ορόσημο, με θέμα του τους «θρύλους» La Μonte Young, Terry Riley, Steve Reich, Philip Glass (παρεμπιπτόντως ζούνε όλοι!).
4. Το ότι μέσω της εταιρείας Les Disques du Crépuscule (τί ωραίος τίτλος), υπήρξε σύμβουλος και παραγωγός σε δουλειές των Glenn Branca, Michael Nyman και άλλων.
5. Από τα τέλη της δεκαετίας του '70, υπήρξε παραγωγός στο Δεύτερο Πρόγραμμα της Βέλγικης τηλεόρασης, οπου έκανε την παραγωγή συναυλιών σε καλλιτέχνες όπως οι Philip Glass και Steve Reich.
6. Για το κομμάτι Maximizing The Audience, που έγραψε για το θεατρικό του Jan Fabre, The Power of Theatrical Madness.
7. Υπήρξε συμπαραγωγός μαζί με τον Gust De Meyer, του ραδιοφωνικού προγράμματος Funky Town.
8. Για την επιμέλεια στη σειρά δίσκων Lome Arme.
9. Για τα άλμπουμ: Alle Dinghe (1991), Vergessen (1982), Maximizing the Audience (1985), A Man of No Fortune, and With a Name to Come (1986), After Virtue (1988), Stratégie de la rupture (1991)
10. Γιατί είναι φαν της μουσικής του ο Raymond Benson, ο τέταρτος επίσημος συγγραφέας του James Bond. (Ε, ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΛΟΓΟΣ)